Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

στο χρόνο Πάνο

Τρίτη 23/6 9μμ στο polis art cafe

Αναπλέοντας το εξώφυλλο δέρμα του
οι φίλοι μαζευόμαστε «στο χρόνο Πάνο» 
υφαίνοντας και πάλι το έργο του Φίλου. 
Να αφουγκραστούμε τα τραγούδια του. 

Όπως το ‘θελε κι ο ίδιος 

να έρχονται
οι εγκαταλελειμμένοι
στο ξύλινο παγκάκι
να μιλούν
να αποθέτουν
τάματα
χοές
-ή έστω
ένα
ποτήρι τεκίλα-
στο μάρμαρο
της σιωπής.

Και μην πολυπιστεύετε το γνωστό παραμύθι ότι όλοι οι σύντροφοι είναι νεκροί. 
Είναι δίπλα σου σιωπηλοί και περιμένουν το νεύμα σου για τη συνέχεια του ταξιδιού, 
σε πιο μακρινές θάλασσες, όχι κατ' ανάγκη στην Ιθάκη

*σύντομα θα ανακοινωθεί το πρόγραμμα της εκδήλωσης για το Φίλο

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Αποχαιρετισμός στον Πάνο

Πριν μερικές μέρες έφυγε από την ζωή ο Πάνος Οικονόμου, γνωστός και ως Καίσαρ Εμμανουήλ ή αλλιώς ως ο ένας εκ των δύο @Contrabbando. Φίλοι, γνωστοί, σύντροφοι, παλιοί μαθητές και άλλοι τον αποχαιρέτισαν με μερικές γραμμές γεμάτες συναισθήματα, σκέψεις, εμπειρίες και εικόνες που αποκόμισαν από τον αγαπημένο μας Καίσαρα μέσα από τις στιγμές που μοιράστηκαν μαζί του. Έχουμε μαζέψει εδω όσα από αυτά τα κείμενα έπεσαν στην αντιληψή μας σε μια προσπάθεια να μην χαθούν στη λήθη του χρόνου. Από καθένα από αυτά τα κείμενα παραθέτουμε μια μικρή παράγραφο και πατώντας πάνω στον τίτλο του καθενός μπορείτε να μεταβείτε στην σελίδα με το πλήρες κείμενο.

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Τέλος Εποχής (;)

Το παρακάτω κείμενο εγώ του το λογόκρινα, δεν τον άφησα να το δημοσιεύσει τότε.
8/9/2013 μας το έστειλε. Και γιατί να μας το στείλει δηλαδή; Σιγά και μην μας έστελνε τα κείμενά του πριν τα δημοσιεύσει. Αυτό όμως μας το έστειλε. Ήθελε και δεν ήθελε να δημοσιευτεί. Ήθελε και δεν ήθελε. 'Ηθελε να σταματήσει να κάνει εκπομπές. Δεν ήθελε όμως κιόλας. Ήθελε να κάνει τη θέση του σαφή, δεν ήθελε όμως να μιλήσει άσχημα. Είχε αυτό το πρόβλημα, τους αγαπούσε όλους, και τους μαλάκες.

Επέμεινα να μην δημοσιευτεί. Φοβόμουνα για τον ίδιο, φοβόμουν και για μας. Αν δεσμεύονταν ότι οι εκπομπές σταματάνε, πως θα την πάλευε μετά; Κι αν σταματάγανε πραγματικά οι εκπομπές, πως θα την παλεύαμε εμείς;

Τους έφτιαξα τον πρώτο τους πιλότο το 1995. Απ' τον πιλότο ως την πρώτη τους εκπομπή, περάσανε μόνο 13 χρόνια. Το 1995, θέλανε οδηγίες σκηνοθετικές και καθοδήγηση. Καθοδήγηση από μένα, αυτά τα δύο αγαπημένα μου γουρούνια που με χλεύασαν όσο κανένας άλλος από αέρος. Η τελευταία μου λύση όταν έψαχνα ποιός θα με παντρέψει. Η εύκολη λύση, γιατί απείχαν ένα τηλεφώνημα. Ο Τοσκαλούσα βέβαια, μουχρίτσα πολιτικάντικη, αποτόλμησε τότε το ερώτημα χαμηλόφωνα και διστακτικά, “γιατί εμείς;”. Τώρα τον είδα να κλαίει και διάβασα το “εξόδιο του Πάνου”. Ε, γι' αυτό ρε Τόσκα.


Ζούσαμε και δεν καταλαβαίναμε ακριβώς. Ζούσαμε βέβαια. Όποιος είδε τον Παναγιώτη να ανεβαίνει τη σκάλα της πολυκατοικίας της Ευμένους για να φτάσει στο πρώτο στούντιο του radiobubble, και να την ανεβαίνει ασθμαίνοντας με σκουφάκι, χωρίς μαλλιά και χωρίς φρύδια από τις χημειοθεραπείες, ξέρει ότι εμείς ζούσαμε. Και ξέρει ότι ζούσαμε κάτι λιγότερο απ' αυτόν. Εμείς ζούσαμε την ανεμελιά των χρεών μας, της αφραγκιάς μας, του τσακωμού με τους άλλους, αυτά που κάνουν τους ανθρώπους να παθαίνουμε εμφράγματα και καρκίνους. Αυτός ζούσε την άλλη ζωή, την με τον τσαμπουκά μου την έχω την πουτάνα. 
 
Υπήρξαν εκπομπές τους, οι πιο διασκεδαστικές, αυτές που έβγαλαν τα πιο πολλά γέλια, που “στο μικρό μουσικό διάλειμμά μας κυρίες και κύριοι” ο Παναγιώτης έριχνε έναν εμετό στην τουαλέτα και γύριζε μετά στο μικρόφωνο σαν να μην έτρεχε τίποτα. Σας βλέπω να τον αγαπάτε πραγματικά κάποιοι, γι' αυτό και σας το λέω. Αυτές οι εκπομπές τους είναι οι αγαπημένες σας. 
 
Το παρακάτω κείμενο, είναι αυτό που λένε “κείμενο θέσης”. Κι όπως σε όλες τις θέσεις, όπως σε όλα τα ποιήματα, ο καθένας θα καταλάβει αυτό που μπορεί, αυτό που τον βολεύει, αυτό που φτάνει το μυαλό και η ψυχή του να καταλάβει. 
Άρα, τα καταφέραμε σύντροφε, κάναμε την πολιτική ποίηση.

----


Τέλος Εποχής (;)
Αυτό είναι ένα δύσκολο κείμενο. Κουβαλά μέσα του τόσο τις αντιφάσεις του όσο και τη νοσταλγία του. Αλλά το χρωστάμε. Σε όσους γνωρίσαμε και σε όσους παρέμειναν δίπλα μας όλα αυτά τα χρόνια.
Οι Contrabbando, δηλαδή οι περσόνες του χαμένου ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ –ας με συγχωρέσει όπου κι αν βρίσκεται- και του πειρατικού πλεούμενου Τοσκαλούσα, γεννήθηκαν για να αποκτήσουν ζωή και φωνή μέσω του radiobubble. Καλύτερα, γεννήθηκαν με την ίδια τη γέννηση και τις πρώτες φωνές στον αέρα του ίδιου του radiobubble
 
Ζήσαμε αυτά τα πέντε και πλέον χρόνια όλες τις θαυμαστές στιγμές της μετεξέλιξης ενός εγχειρήματος: να δημιουργηθεί-από το πουθενά, με μηδαμινά μέσα και χωρίς προϋπάρχουσα ιντερνετική ραδιοφωνική κουλτούρα- ένα ραδιόφωνο ανοιχτό, με μουσικές και εκπομπές πέρα από το μονότονα επαναλαμβανόμενο τοπίο των πληρωμένων playlist και του καθιερωμένου λόγου των συμβατικών μέσων. Κι είμαστε περήφανοι που δώσαμε με τη δική μας ανάσα μια πνοή σε αυτή τη ραδιόφουσκα.

Ήμασταν διαρκώς δίπλα και βιώσαμε:
-  τις αγωνίες, ξενύχτια, τον κόπο και τα έξοδα του Αποστόλη και της Καλλιόπης να στηθεί τεχνικά
-  το πρώτο στούντιο στο δωμάτιο στην Ευμένους στις υπώρειες του Βύρωνα με τη μυρωδιά της «δάφνης» των γειτόνων και το αυτοσχέδιο κουτί-κουμπαρά μέχρι το πρόσφατο σούπερ-ντούπερ στο πλαίσιο του εφικτού
-  τις πρώτες χαμηλόφωνες, αμήχανες εκπομπές με τη βοήθεια μιας «αυταρχικής» ηχολήπτριας μέχρι τις τελευταίες, όπου χειριζόμασταν μόνοι μας όλον τον εξοπλισμό -με το χειρότερο δυνατό, πάντα, αποτέλεσμα
-  την αλουμινένια εσπρεσιέρα και τα ποτά-ρεφενέ μέχρι το radiobubble café-phygital
-  τις συμμετοχές στα street party, τα πάρτυ των διαφόρων παραγωγών και τα μεγάλα πάρτυ που έκλειναν την Ιπποκράτους
-  τη συγκέντρωση των σποραδικών ειδήσεων το Δεκέμβρη του ’08 μέχρι τη δημοσιογραφία των πολιτών, το καταξιωμένο #rbnews και το rbnews_international
-  τα εσωτερικά σεμινάρια για άσχετους με το ραδιόφωνο μέχρι το Hackademy
-  την ολονύχτια ενημέρωση για τις εκλογές (ελληνικές-αμερικανικές) μέχρι τα αφιερώματα στον Tom Waits και το θείο Μάνο
-  τα σχόλια-σεντόνια κάτω από τις πρώτες εκπομπές μέχρι το rb_blogs και το Μπαχάρ*
 .
Δεν μπορούμε ούτε κατά διάνοια να μεταφέρουμε όσα ζήσαμε: τις φιντελικής έμπνευσης και διάρκειας ομιλίες του Αποστόλη στις συνελεύσεις, το βλέμμα της καλούτσικης στα μόνιμα τεχνικά προβλήματα που αντιμετωπίζαμε, τους μεταξύ μας καβγάδες με τον Τοσκαλούσα σε όλα τα επίπεδα, τις αγκαλιές και τα ποτά, τις ζεστές κουβέντες, την παιδική κι εφηβική εκρηκτικότητα μεταξύ των παραγωγών, των φίλων, των γνωστών, των ακροατών, τις ατάκες που στιγμάτιζαν κάποια περίοδο, το μοίρασμα της στενοχώριας για όσα συνέβαιναν… 
.
Γνωρίσαμε πολλούς ανθρώπους. Άλλοι έμειναν. Άλλοι ήρθαν. Άλλοι έφυγαν. Κάποιοι οριστικά –α ρε Ελευτερίτσα. Όλοι αυτοί μας κάνατε να αντέξουμε και να προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι. Δε γίναμε. Απλώς, βομβαρδίσαμε την ατμόσφαιρα με τις ραδιόφουσκες 200 περίπου εκπομπών. Κάτι είναι κι αυτό. 
.
Δεν μπορούμε πια. Ξεκινήσαμε να αφηγηθούμε ιστορίες δικές μας, ανθρώπων και τόπων, όχι για να συνεισφέρουμε σε καμιά μεγάλη Αφήγηση, αλλά έτσι απλά, σαν λόγια που ανταλλάσσουν γνωστοί σε μια μπάρα, με την ανάλογη μουσική υπόκρουση. Σχολιάζαμε με το δικό μας τρόπο –πετυχημένο ή μη, αδιάφορο- την επικαιρότητα. Με λίγα λόγια, κάναμε αυτό που νιώθαμε ως ραδιόφωνο.

.
Δεν μπορούμε πια. Η πραγματικότητα, οι δικές μας ιστορίες και πολύ περισσότερο οι ιστορίες των ανθρώπων γύρω μας μάς έχουν ξεπεράσει. Αισθανόμαστε μικροί και οι μουσικές μας φθηνές. Κι ακόμη, αυτά με τα οποία παλεύουμε σε προσωπικό επίπεδο επαιτούν για ολόπλευρη αφοσίωση. Κι αυτό είναι ένα αδυσώπητο συναίσθημα. Τα πέντε τελευταία χρόνια δεν ήταν για κανένα εύκολα. Κι αυτά που έρχονται απαιτούν περισσότερα κουράγια. Για μας, εδώ κλείνει ένας πολύ όμορφος κύκλος.
.
Θα συνεχίσουμε να είμαστε δίπλα στην κοινότητα και τις δραστηριότητες του radiobubble. Δεν ξεμαθαίνει εύκολα ο άνθρωπος. Απλώς, θα σιωπήσουμε ραδιοφωνικά. Εξάλλου, υπάρχει η αδιόρατη γραμμή συνέχειας. Υπάρχει κι ο σπόρος που έχει ρίξει το radiobubble αυτά τα πέντε χρόνια. Ή, όπως θα το ‘λεγε ο Αλέξης Ασλάνογλου: « φεύγω κάπως μ’ ελαφριά την καρδιά,/ όταν θα χτίζουν την καινούρια οικοδομή,/ θα λουλουδιάζω στα θεμέλια».
.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε αυτούς που δώσανε σε δύο άθλιους τύπους, που κάποιο καλοκαίρι ηχογραφούσαν τις φωνές τους σε ένα παλιό κασετόφωνο, την ευκαιρία να κάνουν ραδιόφωνο. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους μουσικούς παραγωγούς του radiobubble για τις μουσικές που μας μάθατε και τις μοιραστήκατε. Το πιο μεγάλο ευχαριστώ σε όλους όσοι μας στηρίξατε ή μας ανεχτήκατε ραδιοφωνικά αυτά τα χρόνια. Κυρίως, σε εσάς τους σιωπηλούς, με τους οποίους δεν ανταλλάξαμε ούτε ένα μήνυμα.
.
Θα ξαναβρεθούμε
Εκ μέρους των Contrabbando
«Καίσαρ Εμμανουήλ»

Υ.Γ.1: Φεύγουμε ως «καναλάρχες». Δεν είναι τρολιά. Το radiobubble μας ανήκει. Όπως ανήκει στο Χατζό και το Χρήστο Χαντζή. Όπως ανήκει στον Αποστόλη και την Καλλιόπη. Τους τελευταίους. Τη μέρα που θα αποφασίσουν να το κάψουν, θα είμαστε εκεί με μπιτόνια βενζίνη, ουίσκια, σκυλάδικα για να φωνάξουμε «Ηλία, ρίχτο».

Υ.Γ.2: Ας ακουστεί για τελευταία φορά το σήμα της εκπομπής μας και ο ρυθμός των Contrabbando να σας συνοδεύει για πάντα. Γιατί… την αγαπάμε την πουτάνα τη ζωή.       


Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

για το 146 της Ιπποκράτους

μιλάω για έρωτα (silentcrossing) 

Είναι άνοιξη και από τον κήπο με τις λεμονιές ακούω την εκπομπή του Παναγιώτη, παίζει το Ερηνούλα μου, μυρίζει ο τόπος λεμονανθούς, είναι η πρώτη φορά που ακούω το Radiobubble, ρωτάω ποιοι είναι όλοι αυτοί, μαθαίνω, θέλω να γίνουμε φίλοι, εύκολο, είμαστε ήδη φίλοι, απλά δεν το γνωρίζουμε ακόμα.

Είναι η πρώτη μου μέρα στην Αθήνα, είναι καλοκαίρι και είμαι ευτυχισμένος, πηγαίνω στο Radiobubble, γύρω μου τόσα αγαπημένα πρόσωπα και μερικοί ακόμα που τους βλέπω πρώτη φορά, όμως ξέρουμε ο ένας τον άλλο τόσο καλά, ζούμε σε άλλους κόσμους κι όμως είμαστε μαζί, μαζί τους επικοινωνώ περισσότερο, στην αρχή ντρέπομαι, συστήνομαι δειλά, έχω κοκκινίσει λίγο όμως είναι βράδυ και δεν το βλέπουν. Εγώ δεν μιλάω για φίλους, μιλάω για έρωτα.

Είναι μεσημέρι του Απρίλη και όλα είναι χάλια, πίνουμε μπύρες, ανεβαίνουμε στο πατάρι, κάνουμε εκπομπή για τον έρωτα, παίζουμε Μοσχολιού εναλλάξ με P.J., οι μπύρες γρήγορα γίνονται ρακές, μια μέρα όλα θα περάσουν, με φίλους και μπύρες και ρακές δεν γίνεται να μην περάσουν.

Είναι καλοκαίρι και κουβαλάω μαζί μου το Μπαχάρ, οι σελίδες γεμίζουν κόκκους απ’ τις παραλίες του Λιβυκού, το κουβαλάω με καμάρι σαν το πιο πολύτιμο πράγμα του κόσμου, είναι το πιο πολύτιμο πράγμα του κόσμου και θα παραμείνει, κι αν βέβαια τα πράγματα ήρθαν αλλιώς, πάντα, πάντα εκεί έξω θα υπάρχουν μερικοί συνωμότες που θα ξέρουν τι σημαίνει «Τζόνι σε ψηλό», «ομορφοβία» και «Λένα μου σεβντά μου». Και που κάθε φορά που θα περνούν από το Πέραμα θα σηκώνουν το βλέμμα και θα αναζητούν αγγέλους κρεμασμένους από γερανούς. Εγώ δεν μιλάω για ένα έντυπο, μιλάω για έρωτα.

Είναι φθινόπωρο και έχουν σκοτώσει τον Παύλο Φύσσα, ακούω την ηχογράφηση του κειμένου που γράψαμε μαζί με την Ελένη, συγκλονίζομαι, κάνω βόλτες στη γειτονιά και καπνίζω, δεν μπορώ να συνέλθω, είμαστε όλοι μαζί, πονάμε για το φασισμό όλοι μαζί, στο τέλος θα τον τσακίσουμε, όλοι μαζί.

Είναι χειμώνας και κάνουμε εκπομπή για τον Αγγελόπουλο, μέρες τώρα ετοιμαζόμουνα, όλα πάνε στραβά, έχω μεθύσει και χάνω τα λόγια μου, δεν πειράζει όμως γιατί κάτω απ’ το πατάρι μόλις γνώρισα δυο υπέροχα παιδιά, την Άρτεμη και τον Κώστα. Έχει νυχτώσει πια για τα καλά και ο καλός μου ο Κοντραμπάντο μας απαγγέλλει τον Τελευταίο Σταθμό του Σεφέρη με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι, το αδειάζει γρήγορα, το ξαναγεμίζει, τον ακολουθούμε όλοι μαγεμένοι σαν μελισσάκια τη βασίλισσα μέλισσα, ο Κοντραμπάντο είναι ο πιο υπέροχος άνθρωπος στον κόσμο, ο Κοντραμπάντο είναι ο δάσκαλος που ποτέ δεν είχαμε, ο Κοντραμπάντο είναι τόσο πολύ αδύνατος που θέλω να τον αγκαλιάσω.

Είναι απόκριες και χορεύουμε Πωλίνα με ανθρώπους που την επόμενη μέρα θα συναντήσουμε σε κάποια διαδήλωση. Είναι πάλι άνοιξη και ακούω την εκπομπή με τον Μπακιρτζή, ακούω την εκπομπή με την Ματούλα, και δεν είμαι εκεί, νευριάζω που δεν είμαι εκεί, εκεί είναι οι φίλοι μου, μια μέρα θα πάω κι εγώ, μόνιμα, θα με περιμένουν στην Ιπποκράτους να πιούμε μαζί όλες τις μπύρες του κόσμου.

Είναι η τελευταία μου μέρα στην Αθήνα και είμαι σκατά, δεν ξέρω που να πάω, πάω στο Radiobubble, είμαι κομμάτια, η Καλλιόπη μου λέει άσχετα για να κρατάει το μυαλό μου απασχολημένο, πρώτη φορά μαθαίνω για τη ραδιοφούσκα στο διάστημα. Η ραδιοφούσκα είναι το μέρος που πηγαίνουν οι φωνές όταν φεύγουν απ’ τη γη, το Radiobubble είναι το μέρος που πηγαίνουν οι άνθρωποι που πατούν γερά στη γη. Εγώ δεν μιλάω για ραδιόφωνο, μιλάω για έρωτα.

Και κάπως έτσι πέρασαν οι μήνες, τα χρόνια, με πολλές αγκαλιές και πολλή αγάπη, με μερικούς υπέροχους τρελούς που κάποτε ερωτεύτηκαν κι έγραψαν ιστορία, στην πορεία κάποιοι έφυγαν, κάποιοι ψωνίστηκαν, κάποιοι ξεπουλήθηκαν, κάποιοι έφτιαξαν άλλους κόσμους μαγικούς, παράλληλους ή ομόκεντρους, κάποιοι χάθηκαν για πάντα, κάποιοι συνέχισαν να το παλεύουν, με κάποιους ακόμα το παλεύουμε μαζί.

Αυτά περίπου είναι για ‘μένα το Radiobubble, οι άνθρωποι που ερωτεύτηκα, άνθρωποι που η ζωή μας έφερε κοντά, μετά μας πήρε μακριά και μια μέρα ίσως μας ξαναφέρει κοντά. Οι άνθρωποι που μπαινοβγαίνουν σε ψευδώνυμα όπως ένας όμορφος που είχα παλιά μπαινόβγαινε σε θάλασσες του Λιβυκού, γαλάζιες.

Μια μέρα θα ξανασυναντηθούμε. Θα είμαστε και πάλι όλοι μαζί, χωρίς στρατόπεδα, παρατάξεις, φράγκα, περιουσίες, αυτοματισμούς. Μια μέρα θα ξαναερωτευτούμε, όπως την πρώτη φορά. Και τότε θα τους ξανακάνουμε σαμποτάζ!
 


Βατατζή ή Βατάτζη; Εκεί! (Jaquou vs l' Utopie)

για τους αγαπημένους του radiobubble

Όταν συμβαίνουν γεγονότα σημαντικά για τη ζωή τους, οι άνθρωποι θυμούνται τουλάχιστον τις ημερομηνίες. Τις κάνουν ορόσημα, πετραδάκια στον δρόμο του τυφλού κοντορεβιθούλη, και σημαδεύουν τις διαδρομές τους. Τις γιορτάζουν, τις σιχτιρίζουν, κάνουν γιορτές ή πίνουν μόνοι τους μέχρι να μεθύσουν. Είναι τα στίγματα που ζωγραφίζουν στο δέρμα.

Εγώ δεν θυμάμαι ποτέ ημερομηνίες. Ο χρόνος δεν έχει καταφέρει ακόμα να μετατραπεί σε ορόσημο και η νοσταλγία δεν με έχει ακόμα πλησιάσει. Εφηβικά του φέρομαι δεκαετίες τώρα, λες και δεν υπάρχει. Θυμάμαι όμως τα πρώτα βλέμματα και τα πρώτα συναισθήματα και πάντα συνειδητοποιώ από την πρώτη στιγμή τον έρωτα. Τον αναγνωρίζω χωρίς δυσκολία και δεύτερες σκέψεις και τον κυνηγάω με πείσμα.

Δεν θυμάμαι λοιπόν ποια χρονιά ήταν. Δεν θυμάμαι ούτε ποια ήταν η αφορμή που ανέβηκα την κόκκινη σκάλα. Είχε σίγουρα να κάνει με μια διαδήλωση, ίσως με μια γενική απεργία και ο Τάκης μου πρότεινε να περάσω από τη ραδιόφουσκα για να σχολιάσουμε τα γεγονότα. Ήταν μια απρόσμενη πρόσκληση αλλά θρασύτατη και γλωσσοκοπάνα, πήγα. Δεν θυμάμαι τι είπα. Ήμουν φαντάζομαι μια διαδήλωση έτοιμη να ξεσπάσει.

Εκεί τους γνώρισα όλους. Ξενάκι,  από έναν διαδικτυακό κόσμο όπου τα ψευδώνυμα αποκτούσαν πρόσωπα μετά από ημέρες συνεννοήσεων, μπήκα σε έναν κόσμο που τα πρόσωπα αποκτούν διαδικτυακά ψευδώνυμα και  εξελίσσονται σε γοητεία ριζωμένη στα φώτα της ξύλινης μπάρας. Αυτοί είναι άνθρωποι νησιά με εκατοντάδες απόψεις ανά δευτερόλεπτο και τις εκφράζουν δυναμικά χωρίς να λογαριάζουν το κόστος της ορμής. Φυτεύουν διαρκώς ιδέες και τις βλέπουν να φτιάχνουν κορμούς, πληρώνοντας ακριβά τις ώρες που σκάλιζαν για να ανακατευτεί το χώμα. Βουτάνε στο σήμερα, τη ζωή, την επικαιρότητα, το χθες, την ποίηση, τα παιδιά, τη μουσική, τον έρωτα, τις λέξεις, τα βλέμματα, τα αγγίγματα, τα θολά ποτήρια και φτύνουν κατάμουτρα τις δεύτερες σκέψεις τους. Εμπιστεύονται χωρίς να σκέφτονται τις παρενέργειες. Ζούνε την ηθική τους και δεν τρέφονται από αυτή. Δίνουν μάχες στα χαρακώματα μιας προσωπικής αισθητικής ρευστής και εξελισσόμενης. Ανοίγουν τα αυτιά σε άγνωστα τραγούδια και ψάχνουν τις αιτίες για να τα αγκαλιάσουν. Και τις βρίσκουν. Πατάνε στο κεφάλι τις ανάγκες, αναπνέουν το οξυγόνο της επιθυμίας, συμπιέζονται από την καθημερινότητα και κλωτσάνε με πείσμα τους μπάτσους της.

Τα χρώματα που μας αγκάλιασαν, πράσινο και κόκκινο. Πατάμε ακόμα το ζωγραφιστό πάτωμα και κοιτάμε τη θάλασσα πίσω από τα λουλούδια. Καπνίζουμε και βρίζουμε τους καπνιστές, πίνουμε και ακολουθούμε τον Καίσαρα πάνω κάτω στο πατάρι. Τον ξεμοναχιάζουμε για να μας πει δυο λέξεις.

- Παλεύεται το μηδέν;

Έ ν α

Άρθρωσα με έπαρση

Και μετά

έ ν α  συν  έ ν α

Κάνουν

δ ύ ο

λες και ήταν κεκτημένο από αιώνες

το σ υ ν

για να μας πάει παραπέρα*


Ήταν ψέματα πως οι νέες λέξεις γεννήθηκαν στην Ιπποκράτους. Γεννήθηκαν κάπου μεταξύ Βατάτζη και Βατατζή γωνία, σε μια διεύθυνση που δεν ξέρουμε πως προφέρεται, δεν ξέρουμε που τονίζεται, δεν θέλουμε να την ορίσουμε, δεν θέλουμε να μας ορίσει αλλά ζούμε μέσα της.

Εσείς, ξέρετε ποιοι είστε, εσείς εκεί έξω, κρατάτε την καρδιά μου ζωντανή να αναπνέει στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Εσείς, ανάψτε τους φάρους της επόμενης εφήμερης στεριάς. Τα χαμένα παιδιά έχουν ανοίξει ήδη πανιά…

* Απόσπασμα από Το Εξώφυλλο Δέρμα Του Χρόνου, του Πάνου Οικονόμου

 

Από φθινόπωρο θα ερωτευτούμε αλλού (Μαρία Πετρίτση)

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "δρόμος της Αριστεράς" στις 28 Ιουνίου 2014)


“Σε μια εποχή όπου το όνειρο της επιτυχίας, κάθε είδους επιτυχίας, έχει αποστραγγιχτεί από όλα τα άλλα νοήματα εκτός από τον εαυτό του, οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε με βάση το οποίο να μετρήσουν τα επιτεύγματά τους, εκτός από τα επιτεύγματα των άλλων. Η αυτοέγκριση εξαρτάται από τη δημόσια αναγνώριση και επιδοκιμασία, και η ποιότητα αυτής της έγκρισης έχει υποστεί από μόνη της πολλές σημαντικές αλλαγές“.

Αυτά λέει ο Κρίστοφερ Λας στο βιβλίο του “Η κουλτούρα του ναρκισσισμού“, και εν προκειμένω, τηρουμένων των αναλογιών, η φράση θα μπορούσε να αναφέρεται στο radiobubble. Σκληρή και άκαμπτη η πραγματικότητα, παρόλα αυτά οι άξιοι επιβιώνουν και προχωρούν. Το καφέ της οδού Ιπποκράτους 146, μαζί με το γνωστό πατάρι απ’ όπου εξέπεμπε και το “διαγαλαξιακό ραδιόφωνο” του σταθμού, κλείνει το Σάββατο 28 Ιουνίου. Μέσα στα οκτώ χρόνια λειτουργίας του κατάφερε να εξασφαλίσει όλα όσα χρειάζονται για να θεωρείται, ήδη, ιστορικό στέκι. Κέρδισε την αγάπη μιας μεγάλης μερίδας κόσμου που, ενίοτε, δεν δίσταζε να ταξιδέψει και από άλλες χώρες για να παρευρεθεί σε κάποια εκδήλωση, και το θαυμασμό των “συναδέλφων” του, που σε πολύ μεγάλο βαθμό αναγνώρισαν την ιδιαιτερότητα της ουσίας αυτού του μαγαζιού και υποκλίθηκαν στο πρωτοποριακό του ύφος.

Τα ελληνικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης το επαίνεσαν πολύ, με αποκορύφωμα τους New York Times, που αφιέρωσαν μια ολόκληρη στήλη στο “πατάρι του radiobubble”, τονίζοντας το ρόλο του στην εγχώρια και διεθνή ενημέρωση.
Από κεί πέρασαν προσωπικότητες του πολιτικού και καλλιτεχνικού – και όχι μόνο – χώρου όπως ο Περικλής Κοροβέσης, η Όλια Λαζαρίδου, ο Νίκος Αναγνώστου, ο Πάνος Οικονόμου και λοιποί. Στα ελάχιστα τετραγωνικά του radiobubble ενώθηκαν παρέες, γεννήθηκαν έρωτες, στήθηκαν φιλίες, συνέβησαν σπάνια πράγματα. Προωθήθηκε και υπηρετήθηκε η ανεξάρτητη ενημέρωση, οργανώθηκαν κοινές δράσεις. Η δημιουργική διάθεση των θαμώνων άνθισε. Ακτιβιστές, καλλιτέχνες, διανοούμενοι και ονειροπόλοι ασυμβίβαστοι με την πλήξη και την ομοιομορφία της εποχής, όλοι βρήκαν τη θέση τους στο αθηναϊκό στέκι. Ο Αποστόλης Καπαρουδάκης και η Καλιόππη Τακάκη, οι ιδρυτές και υπεύθυνοι, ήξεραν να είναι στήριγμα, φίλοι, διοργανωτές και επιχειρηματίες. Χωρίς να χάσουν ποτέ την ανθρώπινη πλευρά του επαγγελματικού ρόλου τους, κατόρθωναν με ευκολία και αμεσότητα να αγκαλιάζουν τους ανθρώπους τους και να κάνουν την αθηναϊκή νύχτα ένα μεγάλο, μακρύ καλοκαίρι.

Ο Αποστόλης δημιούργησε το radiobubble.gr το 2007. Έτσι, έχοντας την ευθύνη του προγράμματος ενός εμβληματικού “ραδιοφώνου της νέας εποχής” και αναζητώντας τρόπους για να μπορούν να γίνουν πράξη έννοιες όπως “δημιουργία διαδικτυακής κοινότητας” και “δημοσιογραφία των πολιτών“, ειδικεύτηκε στις ιδιαιτερότητες του web radio και της δημοσιογραφίας στα νέα μέσα. Είχε την ευθύνη του προγράμματος του radiobubble, καθώς και του συντονισμού των διαφορετικών ομάδων της ανοικτής κοινότητάς του (news, blogs, music, community, cafe/bar), ήταν μέλος της ομάδας των ειδήσεων του #rbnews και ανήκει στην ιδρυτική ομάδα του Hackademy.

Σήμερα το απόγευμα, στις 18.00, το radiobubble αποχαιρετά τους φίλους του. Πριν ρίξει την αυλαία, προσκαλεί όλο τον κόσμο σε ένα εγκάρδιο, ανοιχτό πάρτι. Για λίγη ακόμα συγκίνηση, χαρά, συντροφικότητα και εκείνο το όμορφο συναίσθημα του ανήκειν, τα παιδιά της Ιπποκράτους 146 απόψε συναντιούνται για μια τελευταία φορά στο στέκι. Κάθε τέλος, όμως, είναι και μια καινούρια αρχή. Όπως πολύ χαρακτηριστικά δήλωσε η Καλλιόπη, “από φθινόπωρο θα ερωτευτούμε αλλού”. Η αγάπη δεν στερεύει. Ας κάνουμε πως δεν ακούμε εκείνο το εσώτερο Κρακ! και ας βάλουμε ακόμη ένα ποτό στην υγειά των φίλων. Τον Σεπτέμβρη θα ξανανθίσει κάπου ολοκαίνουρια ο bubble έρωτάς μας.
 

 
Μια φούσκα που δεν ήταν (Tα Χαμένα Επεισόδια)

Την προηγούμενη Τρίτη κατέβαινα την Ιπποκράτους λίγο πιο σκεφτικός από ότι συνήθως, σκεφτόμουν, θυμόμουν, θύμωνα, γελούσα, τελικά μέχρι να βγω στην Πανεπιστημίου χαμογελούσα. Ήταν λίγο διαφορετική εκείνη η Τρίτη, αν και είχε ξεκινήσει με τον γνωστό της ρυθμό, το πρωί δουλειά και το μεσημέρι, μόλις πάτησα το πόδι μου στον δρόμο, τηλέφωνο στην Καλλιόπη, είσαι εκεί, εδώ είμαι, έρχομαι. Η συνήθεια της Τρίτης ξεκίνησε τον Οκτώβριο, τότε που νόμιζα ότι μπορώ να κάνω εκπομπές στο ραδιόφωνο (γελάει ο κόσμος), και ενώ σταμάτησα τις εκπομπές με την Κ. κακήν κακώς (αλλά καλώς), ο καφές τις Τρίτες στο radiobubble συνεχίστηκε (καλά, όχι κάθε Τρίτη, καμιά φορά χρειαζόταν να ακούσω στο τηλέφωνο αυτή τη γλυκιά καλούτσικη φωνή να ουρλιάζει γλυκοψυθιρίζει, πού χάθηκες πάλι, έλα, για να ξαναπάω). Τέλος πάντων, την προηγούμενη Τρίτη κατέβαινα σκεφτικός την Ιπποκράτους γιατί μόλις είχα μάθει ότι το καφέ του bubble θα κλείσει. Και αυτό είναι ένα post  που δεν θέλει να γίνει νοσταλγικό, ούτε αποχαιρετιστήριο, θέλει μόνο να πει ευχαριστώ.

Όποιος έχει ασχοληθεί με το internet στην Ελλάδα τα τελευταία 5 χρόνια ξεφεύγοντας από το κλασικό τρίπτυχο facebook, porn, downloading, νομίζω (ή έτσι θέλω να πιστεύω) ότι ξέρει το bubble, έχει ακούσει έστω και για 10 δευτερόλεπτα κάποια από τις εκπομπές του, έχει ενημερωθεί έστω και τυχαία από το rbnews και αν το έχει ψάξει λίγο περισσότερο, έχει περάσει για έναν καφέ (ο οποίος αποκλείεται να ήταν φραπές) από την Ιπποκράτους ή έχει βρεθεί σε κάποιο από τα μαγικά πάρτυ του. Το καφέ του bubble ήταν το σημείο ενσάρκωσης των άβαταρς, πήγαινα ως Χαμένο Επεισόδιο και έφευγα ως Γιώργος, γνώρισα τους πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους που έχω γνωρίσει την τελευταία τριετία, ήπια ατελείωτα λίτρα μπύρας, έφτασα ακόμα και να ντυθώ για αποκριάτικο πάρτυ (αν και γενικώς σιχαίνομαι τις απόκριες) βάζοντας για κάπα ένα κόκκινο ριχτάρι καναπέ και κρατώντας για υπερόπλο ένα πλαστικό κίτρινο λουλούδι (ναι, ήμουν ένας υπερήρωας που γκρεμοτσακίστηκε, τι δεν καταλαβαίνεις;).

Κυρίως όμως το bubble ήταν στέκι, από αυτό που είχαμε στο λύκειο ή στο πανεπιστήμιο, ένας χώρος που ήξερες ότι ακόμα κι αν πας μόνος σου θα βρεις καλή παρέα, θα συζητήσεις, θα γελάσεις, θα κλάψεις, θα τρολάρεις, θα ξεχαστείς. Ήταν επίσης σημείο συνάντησης ανθρώπων που διαφορετικά ίσως και να μην βρίσκονταν ποτέ, στα τραπεζάκια του τα dm’s και τα mentions (και τα αμένσιωτα επίσης) μετατρέπονταν σε πραγματική συζήτηση, τα υπονοούμενα γίνονταν φλερτ, οι διαφωνίες κατέληγαν να πνιγούν σε ποτήρια με ουίσκι και βότκα. Στο 146 της Ιπποκράτους καταλάβαινες γιατί αξίζει να ασχοληθείς με το internet σήμερα και η απάντηση ήταν απλή: οι άνθρωποι που θα γνωρίσεις εδώ μέσα. Δεν θα αρχίσω τώρα τον κατάλογο των ονομάτων, θέλω μόνο να πω, αφού φτάσαμε ως εδώ, αυτό: ευχαριστώ Καλλιόπη, Αποστόλη, Μαρίνα, Μαρία, Λένα, Πετρούλα, Κωνσταντίνα, Σταυρούλα, Μαριάννα, Σπύρο, Μύριαμ, Νίκο (είδατε πώς χωράτε όλοι σε μια πρόταση; Χωράτε – και τέλος πάντων εδώ είναι το blog μου και τις προτάσεις τις γράφω εγώ). Και μην ξεχνάμε ότι και οι συλλογικότητες είναι όπως όλες οι σχέσεις, σήμερα που είμαστε μαζί νομίζουμε ότι θα μείνουμε για πάντα, αλλά μετά οι συνθήκες αλλάζουν, οι άνθρωποι αλλάζουν, γίνονται πράγματα μη αναστρέψιμα και καταλυτικά, αλλά κι αν τελικά χωρίζουμε δε σημαίνει ότι εν τω μεταξύ δεν αγαπηθήκαμε, κι αν μαλώσαμε δε σημαίνει ότι εν τω μεταξύ δεν νοιαστήκαμε.

Το καφέ στην Ιπποκράτους κλείνει (ναι, γιατί προφανώς δεν έκανε λεφτά) και από Σεπτέμβρη τα ραντεβού θα δίνονται αλλού, αύριο Σάββατο 28.06 θα γίνει το τελευταίο μεγάλο πάρτυ και προσωπικά θα φροντίσω να μη μείνει σταγόνα στην κάβα. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή αυτή η φούσκα, είναι η μόνη που αξίζει να τη ζεις.

(Άλλα ξεκίνησα να γράψω, άλλα έγραψα. Δεν πειράζει, ας μείνει και κάτι ανείπωτο, δεν είναι πάντα οι λέξεις η σωστή διαφυγή)


Radiobubble: So Long and Thanks for All the Phygital (Σπύρος Δερβενιώτης)  


Tελευταίο σαββατοκύριακο για τo cafe/studio του radiobubble . Στην ηλικία μου είσαι πλέον πάλιουρας στις κηδείες, ειδικά προσπαθειών που έμειναν από καύσιμο ακριβώς στη μέση της ερήμου που τα χρειαζόματαν για να φτάσουμε στον πολιτισμό. Εγχειρήματα όπως η “Γαλέρα”π.χ. στα οποία διανύσαμε όλα τα χιλιόμετρα ανάμεσα σ’ εκείνα τα ψυθυρίσματα στ’ αυτί που ουσιαστικά σημαίνουν “πάμε σπίτι σου;” μέχρι εκείνα που ουσιαστικά σημαίνουν “πηγαίντε τον στην πίσω αυλή και εκτελέστε τον”. Εγχειρήματα ανθρώπων που τα δώσανε όλα και ακριβώς γι αυτο δεν κράτησαν τίποτα για πάρτη τους, και παρ’ όλα αυτά βγήκαν κερδισμένοι. Όχι από φράγκα, αυτά πάνε σε ανθρώπους που τα επιθυμούν, “κι αυτό το εισπράτει το κοινό” , ξεχωρίζουν κάποια στιγμή τα πιράνχας απ’ τα χρυσόψαρα, αλλα γι αυτά θα μιλήσουμε (ή όχι) στο μέλλον, προς το παρόν έχουμε κηδεία, και στις κηδείες κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά τι έχεις να πείς για το μέλλον, και ναί, κάπου εδώ πρέπει να βάλω τελεία.

Με τον Αποστόλη δεν θα χαθούμε, ούτως ή άλλως, οι βίοι μας άλλωστε είναι παράλληλοι εδώ και δυόμισι δεκαετίες, από τότε που μέχρι κι ο Τσακνής έγραφε καλά τραγούδια.

“Τα όνειρα των εραστών δε σβήνουν”.




Ένα αθηναϊκό στέκι μας αποχαιρετά (Μαρία Πετρίτση)

(Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Αυγή" στις 28 Ιουνίου 2014)

Το Σάββατο 28 Ιουνίου, ένα γνωστό αθηναϊκό στέκι, το radiobubble, κλείνει τις πόρτες του. Το καφέ της οδού Ιπποκράτους 146, όπου μέχρι σήμερα στεγαζόταν και το ραδιοφωνικό στούντιο του ομώνυμου διαδικτυακού σταθμού, αποχαιρετά το κοινό και τους φίλους που εδώ και επτά χρόνια το αγάπησαν, το στήριξαν και μοιράστηκαν εντός του μικρότερα ή μεγαλύτερα κομμάτια ζωής και όχι μόνο. Από το φθινόπωρο θα βρίσκεται σε αναζήτηση νέου χώρου.

radiobubble sima logo eng1 300x219 Ένα αθηναϊκό στέκι μας αποχαιρετάΟ Αποστόλης Καπαρουδάκης δημιούργησε το radiobubble.gr το 2007. Έτσι, έχοντας την ευθύνη του προγράμματος ενός εμβληματικού “ραδιοφώνου της νέας εποχής” και αναζητώντας τρόπους για να μπορούν να γίνουν πράξη έννοιες όπως “δημιουργία διαδικτυακής κοινότητας” και “δημοσιογραφία των πολιτών”, ειδικεύτηκε στις ιδιαιτερότητες του web radio και της δημοσιογραφίας στα νέα μέσα. Είχε την ευθύνη του προγράμματος του radiobubble, καθώς και του συντονισμού των διαφορετικών ομάδων της ανοικτής κοινότητάς του (news, blogs, music, community, cafe/bar), ήταν μέλος της ομάδας των ειδήσεων του #rbnews και ανήκει στην ιδρυτική ομάδα του Hackademy.

Στο πλευρό του, η Καλλιόπη Τακάκη, ηχολήπτρια και ηθοποιός. Ως ηθοποιός έχει δουλέψει στον κινηματογράφο, στο θέατρο και στην τηλεόραση. Ως ηχολήπτρια εργάστηκε στο ραδιόφωνο και σε συναυλίες με γνωστά- άγνωστα συγκροτήματα. Για μικρά χρονικά διαστήματα, συνεργάστηκε στην παραγωγή τηλεοπτικών εκπομπών, ενώ για μεγάλα χρονικά διαστήματα, παρουσίαζε μουσικές εκπομπές σε ραδιοφωνικούς σταθμούς της Αθήνας και στο radiobubble.

Στον αέρα του ραδιοφώνου παραγωγοί του radiobubble και αγαπημένοι καλεσμένοι όπως ο Περικλής Κοροβέσης, η Όλια Λαζαρίδου, ο Νίκος Αναγνώστου, ο Πάνος Οικονόμου, καθώς και πολλοί μπλόγκερς, μουσικοί, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, ποιητές, ακτιβιστές, και πάσης φύσεως καλλιτεχνικές φύσεις συμμετείχαν ή παρουσίασαν γενικές και θεματικές εκπομπές, έκαναν κινηματογραφικά και θεατρικά αφιερώματα, σχολίασαν την επικαιρότητα και έδωσαν πρόσβαση σε Έλληνες του εξωτερικού αλλά και σε διεθνείς κοινότητες στην ενημέρωση για θέματα ελληνικής και όχι μόνο επικαιρότητας. Τα ελληνικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης σχολίασαν συχνά “το φαινόμενο radiobubble”, με αποκορύφωμα τους New York Times, που αφιέρωσαν μια στήλη στο “πατάρι του radiobubble”, τονίζοντας το ρόλο του στην εγχώρια και διεθνή ενημέρωση

Μέσα στα επτά χρόνια λειτουργίας του το εξαρχειώτικο καφέ κατάφερε να εξασφαλίσει όλα όσα χρειάζονται για να μπορεί ήδη να χαρακτηριστεί ιστορικό στέκι. Το σημαντικότερο επίτευγμα των ανθρώπων του radiobubble ήταν πως κατάφεραν, σε μια τόσο δύσκολη εποχή, να δημιουργήσουν και να τροφοδοτήσουν μέχρις εσχάτων όχι μόνο έναν κοινωνικό χώρο αλλά και μια κοινότητα όπου το αίσθημα του ανήκειν έπαιξε από την πρώτη στιγμή πρωτεύοντα ρόλο.
Σήμερα το απόγευμα, στις 18.00, το radiobubble αποχαιρετά τους φίλους του. Πριν ρίξει την αυλαία, προσκαλεί όλο τον κόσμο σε ένα εγκάρδιο, ανοιχτό πάρτι. Κάθε τέλος, όμως, είναι και μια καινούρια αρχή. Όπως πολύ χαρακτηριστικά δήλωσε η Καλλιόπη, “απ’ το φθινόπωρο θα ερωτευτούμε αλλού”. Ας ευχηθούμε καλή επιτυχία και ένα δυναμικό, αισιόδοξο νέο ξεκίνημα.
 


heart of gold (Giagia Duck)
 

εγώ  είμαι ίσως η τελευταία που μπορώ να μιλήσω για το μπαμπλ. Όψιμα το γνώρισα,  εκπομπές δεν έκανα, όσες φορές ανέβηκα στο πατάρι δεν άνοιξα το στόμα μου παρά μόνο για να πιω καφέ,  στα πάρτυ, ως γνήσια ξενέρωτη, έπινα νερό και στο τσακίρ κέφι κανά τζιν τόνικ, τις δημιουργικές μέρες και νύχτες τις έστηναν άλλοι κι εγώ τις παρακολουθούσα από μακριά, λίγες ήταν οι εκπομπές που άκουγα

μα θα μιλήσω γιατί θέλω να πω

ότι  το πρώτο βράδυ που πάτησα το πόδι μου στο μαγαζί –μετά από παιδικό πάρτυ, έβρεχε και όλες οι αναστολές είχαν φουντώσει μέσα μου /πού πας γιαγιά, που δεν ξέρεις κανέναν, τι θα πει ο κόσμος και τα σχετικά/  ένας Καναλάρχης μου μιλούσε  και με κέρναγε λες και μ’ήξερε χρόνια, ένας Anenecuilco σιγόνταρε από δίπλα σε κουβέντα για τον Εγγονόπουλο, γιατί ξαναπήγα σύντομα κι από τότε πολλές φορές, αγάπησα την Καλλιόπη, αγάπησα και τον Καίσαρα /δε γίνεται άλλωστε αλλιώς/ γνώρισα πολλούς, άλλους πού’ν’εκεί και νοσταλγούν προκαταβολικά κι άλλους πού’χουν φύγει και σιωπούν ή θεωρούν τη νοσταλγία ήττα, λεφτά δε μ’άφησαν να πληρώσω ποτέ (έχει δίκιο η Κροτ, «λεφτά δεν κάναμε»), με κέρναγαν ανάποδους φρέντο και μυρωδάτα τσάγια, μεσημεριανά παγωτά και μεταμεσονύχτια σάντουιτς, βρήκα έναν κόσμο μακριά από την απέλπιδα ρηχότητα των συναδέλφων μου, που μπορούσα μαζί του να καθίσω, να μιλήσω, να πολιτικολογήσω κι ας διαφωνούμε, ονειρευόμουν κοιτώντας τα ελπιδοφόρα φαναράκια της απέναντι ταράτσας, βρήκα ένα λόγο να ξαναγαπήσω την Ιπποκράτους των νεανικών μου χρόνων και να την κατεβαίνω με την ίδια λαχτάρα

κι ήταν ωραία

(κι ας μην έπαιζαν Neil Young ;-Ρ)


αυτό το τσούρμο των ωραίων τρελών ( Кроткая)
 

Αυτό το κείμενο προσπαθεί να γραφτεί εδώ και τρεις-τέσσερις μέρες. Το στριφογυρίζω στο κεφάλι μου μέσα στο μετρό, την ώρα που καπνίζω, πριν κοιμηθώ, το φέρνω από δω, το φέρνω από κεί, σβήνω, ξαναγράφω. Τι τα θες, μερικά πράγματα δεν χωράνε στις λέξεις.

Νόμιζα πως θα ένιωθα θλίψη, αλλά τελικά νιώθω απορία και αμηχανία. Εδώ και τέσσερα χρόνια το Μπαμπλ ήταν κομμάτι της καθημερινότητάς μου, είτε επειδή έκανα πράγματα γι’αυτό, είτε με τις εκπομπές του, είτε με τους ανθρώπους του, μάλλον με όλους αυτούς τους τρόπους μαζί. Το Μπαμπλ είναι δημιουργικότητα και φαντασία και συζητήσεις και διαφωνίες και τρολάρισμα και πλάκες και καβγάδες και δυσκολίες και φως και χαρά. Το Μπαμπλ είναι ένα πολύχρωμο παζλ τρέλας και απρόσμενων εκπλήξεων, ομορφιάς και γέλιου και κλάματος και συγκίνησης. Κυρίως συγκίνηση είναι το Μπαμπλ: συν-κίνηση. Για έξι χρόνια (πέντε για μένα), κινηθήκαμε όλοι μαζί κι όσοι διάλεξαν να βρεθούν περιστασιακά μαζί μας, στους άγνωστους δρόμους της μουσικής, της τέχνης, της ποίησης, του θεάτρου, της πληροφορίας και του διαδικτύου. Κάναμε ραδιόφωνο, αλλά κάναμε και πολύ περισσότερα από αυτό. Κάναμε ουσιαστικές παρεμβάσεις και γενήσαμε ιδέες και πράξεις, δείξαμε άλλους τρόπους να ζει κανείς την καθημερινότητα, σε μια πολύ ζοφερή εποχή.

Πάνω από όλα κάναμε φίλους, γίναμε φίλοι και σύντροφοι, μπλέξαμε τα χέρια μας σε μια προσπάθεια να φέρουμε καινούρια πράγματα στο αστικό τοπίο, στην πολιτική και την τέχνη. Αυτό που μας ένοιαζε πάνω από όλα είναι να νικάμε κάθε μέρα το τέρας, αλλά δε φοβηθήκαμε ποτέ να περιγράψουμε το πρόσωπό του ούτε να το αντιμετωπίσουμε. Το τέρας εξάλλου το τρέφουμε όλοι εντός μας, η νίκη είναι να καταφέρνουμε να το σκοτώνουμε κάθε μέρα. Κι ο μόνος τρόπος -τα’χω ξαναπεί- είναι οι συλλογικότητες και η συντροφικότητα. Αυτό ήταν σίγουρα το μπαμπλ, μαζί με μεθύσια, χορούς, γλέντια, θολά βλέμματα διαθλασμένα μέσα από θολά ποτά. Στο παταράκι του Μπαμπλ έγιναν πολύ σπουδαία πράγματα, κι αυτό που μπορώ να πω είναι πως, όταν όλα αυτά (ή έστω πολλά από αυτά) τα ζεις από μακριά, η νοσταλγία νοηματοδοτείται πια αλλιώς. Παίρνει άλλο περιεχόμενο.

Ένα πράμα δεν κάναμε αυτά τα έξι χρόνια: λεφτά. Τι να κάνεις. Όταν ασχολείσαι με την ουσία, τη δημιουργία και το αντίδοτο στο τέρας, τα πλάνα για λεφτά δε χωράνε στο business plan σου. Είσαι πολύ μπίζι με άλλα.

Σκέφτομαι όσα έζησα στην Ιπποκράτους τα τελευταία πέντε χρόνια. Σκέφτομαι φίλους κι εχθρούς και χαμένους. Σκέφτομαι τα βράδια και τα ξημερώματα που ενώσαμε φωνές και ψυχές. Δεν έχει νόημα να καταλογογραφήσω ανθρώπους, αλλά δε γίνεται να μην μιλήσω για τον Contrabbando, τον Καίσαρά μας, έναν από τους ελάχιστους σπάνιους ανθρώπους που είχα την απίστευτη τύχη να γνωρίσω εκεί μέσα. Αν με βάλεις να αναφέρω ένα πράγμα για το οποίο άξιζε το Μπαμπλ, αυτό ήταν σίγουρα ο Contrabbando.

Δεν έχουμε την πολυτέλεια να χάνουμε Καίσαρες, είναι πολύ λίγοι πια. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να ζούμε και να δρούμε χωρίς Μπαμπλ-καταστάσεις. Λείπουν, σπανίζουν, γι’αυτό και λάμπουν πιο πολύ.

Άνω τελεία, λοιπόν. Και τα λέμε. Και #mono_agapi.



Ιπποκράτους 146 και Άλφα Κενταύρου γωνία (Γαλαξιάρχης)

Την Παρασκευή 27/6 κλείνει ένας κύκλος τριών ετών συμμετοχής μου σε ένα πολύ πρωτοποριακό σχήμα που είναι δύσκολο ακόμη και να το περιγράψεις. Ιντερνετικό ραδιόφωνο; Μουσικές; Πολιτισμός, Δημοσιογραφία των πολιτών; Κοινωνικά δίκτυα; Παρέες; Μπαράκι; Καφενείο; Κέντρο επιχειρήσεων; Πόσα χώρεσαν τελικά σε μόλις 30κάτι τετραγωνικά πίσω από μία συστάδα με λουλούδια ψηλά στην Ιπποκράτους;

Προσπαθώ εδώ και μία ώρα να γράψω έναν απολογισμό, καθώς από μεθαύριο -και μετά το απαραίτητο πάρτι- το μπαράκι που φιλοξενούσε το radiobubble στη Νεάπολη Εξαρχείων παύει να υπάρχει. Αλλά οι προτάσεις βγαίνουν το ίδιο χαώδεις, όπως η περιγραφή του radiobubble ως φυσικός, εικονικός και πάνω από όλα πραγματικός χώρος με πολύ πραγματικούς Ανθρώπους.

Οπότε σταματάω την προσπάθεια, γιατί όπως κι αν ξεδιπλώσεις τις προτάσεις, αυτές μετουσιώνονται σε μία και μόνη λέξη – με λαμπάκια που αναβοσβήνουν: «Αποχαιρετισμός»

Αποχαιρετισμός; Όχι δα.

Απλά τo radiobubble χαιρετάει το μπαράκι της Ιπποκράτους, για νέες διαγαλαξιακές διαδρομές.

Αύριο λοιπόν, Παρασκευή 27/6, στις 6 μ.μ. δύο από τους “παλαίμαχους” της ομάδας του #rbnews χαιρετάμε με τη σειρά μας το παταράκι που μας φιλοξένησε από το 2011, γνωστόν και ως radio booth. Χωρίς πρόγραμμα και χωρίς σενάριο. Με μπόλικες μουσικές και μία επιλογή από τα ανοίγματα περασμένων εκπομπών, φτιαγμένα στην “μονταζιέρα” του radiobubble news.

Από το Σεπτέμβριο τα ωραία.

Υ.Γ. Ραντεβού το Σάββατο στις 6 μ.μ. στο “φίτζιταλ” της Ιπποκράτους 146, για το εορταστικό goodbye.


 

Μέσα και έξω από τη φούσκα (old boy)

Για όλους εμάς που προτιμάμε να ζούμε κατά το πλείστον μέσα στο μυαλό μας,

για όλους εμάς που ποτέ δεν βρισκόμαστε εντελώς στον φυσικό χώρο στον οποίο βρισκόμαστε, καθώς την ίδια στιγμή θα είμαστε περισσότερο ή λιγότερο χαμένοι σε κάποια σκέψη,

για όλους εμάς που οι φυσικοί χώροι είναι μια ακόμη πληροφορία που επεξεργάζεται ο εγκέφαλός μας (και όχι απαραίτητα από τις πιο καθοριστικές),

για όλους εμάς που θύουμε στην αφηρημάδα και το αφηρημένo,

η λειτουργία που έχoυν κάποιοι ελάχιστοι φυσικοί χώροι

είναι αυτή της άγκυρας,

μιας άγκυρας που ρίχνουμε από 'κει ψηλά,

από τα άυλα και τα αφηρημένα

στα γήινα και τα συγκεκριμένα,

είναι επίσης η λειτουργία της απόδειξης,

πως είμαστε άνθρωποι ολόκληροι κι όχι πνεύματα σκέτα,

με τη διαφορά πως δεν πρόκειται για μια γείωση

που μας καθιστά άπιστους στη φύση μας,

αλλά για μια γείωση που μας καθιστά ακόμη πιο πιστούς,

αφού πρόκειται για μια γείωση εντελώς συνειδητή, ρομαντική κι ιδεολογική,

πρόκειται για την ιδεολογία της πίστης σε εκλεκτικές συγγένειες,

πρόκειται για τον ρομαντισμό ως δόγμα,

πρόκειται για την ανάγκη του ανήκειν σε κοινότητες μεγαλύτερες από σένα,

ακριβώς επειδή ζεις τόσο μέσα σε σένα και τόσο έξω από τους άλλους,

πρόκειται τελικά για ένα ρομαντισμό,

που όσο κι αν τον διαψεύδουν ενίοτε τα πράγματα

ή που όσο κι αν στην πορεία προκύπτουν διασπάσεις ή χωρισμοί δρόμων,

είναι απρόσβλητος από τα δεδομένα της πραγματικότητας,

καθώς η πραγματικότητα χάνει πάντοτε από την αλήθεια,

και η αλήθεια βρίσκεται στο συναίσθημα,

στην επιλογή νοηματοδότησης,

στην επιλογή να ζήσεις τις ιστορίες σου εδώ,

στην επιλογή να επενδύσεις ένα μέρος με αναμνήσεις,

λύνοντας την άγκυρα κι επιτρέποντάς του

να σηκωθεί κι εκείνο προς το άυλο και το ονειρικό,

προς το ολότελα πλαστό και το ακόμη πιο ολότελα αληθινό.

Μετά από τέσσερα χρόνια ιστορίας και ιστοριών, το radiobubble αποχαιρετά ολόκληρη αυτή την εβδομάδα το 146 της Ιπποκράτους, απειλώντας μας πως απ' το φθινόπωρο θα ερωτευθούμε ξανά. Ό,τι κι αν συμβεί από εδώ και πέρα όμως, το σίγουρο είναι πως ο χώρος της Ιπποκράτους υπήρξε, και ως γνωστόν είναι αδύνατη η κατάργηση της ύπαρξης.



Τελευταίος Ασπασμός (Duke Zappa)

Πως να χωρέσουν τέσσερα χρόνια σε ένα κείμενο; Μόνο τέσσερα; Ας πούμε έξι. Μια ολόκληρη ζωή, από εκείνο τον Νοέμβρη του 08, που πρωτοάκουσα Radiobubble. Για την ακρίβεια, ή ήταν μια από τις εκπομπές των Contrabbando, ή εκείνη η εκπομπή (live αναμετάδωση) των εκλογών στις ΗΠΑ (ναι εκείνων που πρωτοκέρδισε ο Ομπάμα). Ξεκίνησα ως απλός ακροατής, αλλά στην πορεία συνέχισα ως κάτι άλλο. Η αλήθεια ήταν ότι, τότε, το Radiobubble άνοιξε πόρτες στο μυαλό μου. Μέσω μιας εκπομπής του, βρέθηκα μπλεγμένος με ένα από τα πρώτα free press που κυκλοφόρησαν στη χώρα, το περίφημο “Καλειδοσκόπειο”, μαι σχέση που κρατάει ακόμα. Πριν από τέσσερα χρόνια, απαντώντας στην ανάγκη της κοινώτητας των φίλων του ραδιοσταθμού για ένα μέρος στο οποίο θα βρισκόταν η κοινότητα και θα τα έλεγε δια ζώσης. Μέσα στο στούντιο-καφέ της κοινότητας παίχτηκαν τα πάντα. Η, μάλλον, λίγο από τα πάντα. ΄Ερωτες, μικροί και μεγάλοι, διαφωνίες, φιλίες, συνεργασίες, εκπομπές, συναυλίες, γέλια, κλάμματα, χυλόπιτες, δράματα και περιπέτειες. Τώρα, τέσσερα χρόνια μετά, η κοινότητα του @radiobubble λέει αντίο στο φιλόξενο σπίτι της Ιπποκράτους 146, και ετοιμάζεται για νέες περιπέτειες, σε νέα σπίτια, ίσως και με νέους φίλους. Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ το Σάββατο θα πάω για έναν τελευταίο ασπασμό στο καφενεδάκι της Ιπποκράτους, που ήταν το στέκι μου τα τελευταία τέσσερα χρόνια.





Τον Σεπτέμβρη θα ερωτευτούμε αλλού (Theorema)

Αναρωτιέμαι καμιά φορά τι σημαίνει νοσταλγία και πότε την νιώθουμε.

Για παράδειγμα, η νοσταλγία έρχεται μάλλον με το σκίρτημα που αισθανόμαστε όταν θυμηθούμε, ξαφνικά, ένα αντικείμενο ή ένα πρόσωπο που έχουμε χάσει.

Ή μιας ευχάριστης κατάστασης που έφτασε στην ημερομηνία λήξης της, και έτσι όπως την ξέραμε, απλώς δεν έχει άλλο.

Πότε και πώς λήγουν όμως τα πράγματα και η αίσθηση που αφήνουν πίσω τους, όταν έχουν ήδη προλάβει να μας μαγέψουν;

Όσο ζει μέσα μας η έξαψη της δημιουργίας τους, και ο θρίαμβος της χαράς που μας πρόσφεραν, οι εμπειρίες και τα πράγματα παραμένουν ζωντανά – δεν λήγουν.

Η αγάπη δεν στερεύει.

Κανένα μήνυμα δεν θα μπορούσε να είναι πιο αισιόδοξο από αυτό, μιας και μέσα του κρύβεται η υπόσχεση για ένα παλλόμενο μέλλον.

Το radiobubble μας φιλοξένησε για κάμποσο καιρό. Πρόλαβε να ριζώσει ευθέως όσο και παράπλευρα στην καθημερινότητά μας.

Μας συγκίνησε με συγκεκριμένες ή αφηρημένες αφορμές, μουσικές, ποτά, ανθρώπους σπάνιους και συναρπαστικούς, σε καλύτερες ή σε χειρότερες στιγμές – όλες δικές μας ήταν.

Μας έφερε κοντά σε οικείους μας.

Στην ωραία εκείνη ιδέα που αποκαλείται “ράτσα”.

 Ίδια ή παρόμοια με μας – ποτέ και κανείς δεν ένιωσε εκεί μέσα μόνος.

Ζήσαμε νύχτες ρομαντικές, γαλήνια απογεύματα, αλκοολικά χαράματα δίπλα σε μια άσφαλτο που μύριζε κοινή πορεία.

Αποστηθίσαμε βλέμματα, φωνές, αγγίγματα και μυρωδιές περαστικών από το διπλανό τραπέζι.

Ανθρώπινα πράγματα, δηλαδή, από κείνα που σε κάνουν να νιώθεις τόσο οπαδός της πραγματικότητας όσο και δέσμιος μιας ολόδικής σου, τρυφερής φαντασίας.

Το radiobubble της Ιπποκράτους 146, στις 28 Ιουνίου μας αποχαιρετά.

Ας κάνουμε πως δεν ακούμε εκείνο το εσώτερο Κρακ! και ας βάλουμε ακόμη ένα ποτό στην υγειά των φίλων.

Το φθινόπωρο θα ξανανθίσει κάπου ολοκαίνουρια ο bubble έρωτάς μας.
 

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

στον Contrabbando, αντί για τραγούδι (#4)

[κείμενο γραμμένο μέσα στη θητεία, η μισή ντροπή δική μου]

Συστάσεις: Προσοχή (αριστερό πόδι σηκώνεται ψηλά και σκάει με δύναμη στο έδαφος) και τυποποιημένη "ποίηση" (στρατιώτης έρευνας-πληροφορικής Χαντζής Χρήστος, 2009 Δ ΕΣΣΟ, 3ος Λόχος 4η Διμοιρία).
Τραγούδια : Η σημαία που αγαπώ/ έχει ένα λευκό σταυρό/ και θα την υπηρετώ/ μέχρι να με βρουν νεκρό (track 1)
Ιστορίες (1): Πρώτη μέρα, γραφειοκρατία, αναμονή και γιατροί. Διάλειμμα για φαγητό, θλιμμένα πρόσωπα, βουβαμάρα η απόλυτη. Ένα στόμα σπάει το mute. "Παίδες, μην κουνηθεί κανείς, παρήγγειλα καζάν ντιμπί" 
Ιστορίες (2): Τουαλετοφύλακας μας απαλλάσει από τα ζωώδη μας ένστικτα και ωρύεται. "Να κελαηδάνε τα καζανάκια! Θέλω να τα ακούω!"
Σκέψεις (1): Βγάζεις τα πολιτικά σου ρούχα, ξεντύνεσαι την προσωπικότητά σου. Όλοι γίνονται ίδιοι, όλα τα χρώματα πράσινο και άσπρο
Σκέψεις (2): Νυχτερινή βολή με G3A3. Αν και ωτοασπίδες, ο κρότος σοκαριστικός. Το όπλο χτυπάει με δύναμη τον ώμο, αφήνει φωτιά και εκσφενδονίζει το βλήμα. Νιώθεις τη δύναμη και τον τρόμο. Πως γίνεται να επιτρέπουμε η κατεύθυνση να περιλαμβάνει ανθρώπινο σώμα; 
Σκέψεις (3): Το νέο πρόσωπο της νεοελληνικής λεβεντομαλακίας. Ή αλλιώς πως η φράση "άμα τον βρω έξω, θα του σπάσω τα μούτρα" υποκαθίσταται από τη φράση "άμα πάρω τηλέφωνο το βύσμα μου και τον στείλω στα Ρύζια..."
Και το συμπέρασμα της ημέρας: "Με σάλιο και υπομονή ο κώλος γίνεται μουνί"

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

#22: Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις... [Επιστρέφοντας τα δώρα]

"Άκου, πτώμα, να μαθαίνεις. Έτσι, έχουν τα πράγματα. 
Όχι, ο καρκίνος δεν παίρνει τους καλύτερους. Ούτε το εγκεφαλικό, ούτε η καρδιοπάθεια, ούτε καμία άλλη ασθένεια. Τους μάγκες δεν τους πάτησε το τρένο. Ο θάνατος είναι αδιάκριτος, κοινός, απόλυτος. Μοναχικός. Το συλλογικό υποσυνείδητο αρέσκεται να "θρηνεί". Όχι αυτόν που πέθανε. Ούτε καν αυτό που εκπροσωπεί, παρόλο που το κραυγάζει. Θρηνεί αυτό που αντιπροσωπεύει στην προσωπική του ματιά, την ιδεολογική φορεσιά με την οποία έντυσε ένα πρόσωπο. Πενθεί, εν τέλει, είτε το "τέλος μιας δικής του εποχής" ή τον ίδιο το μετέωρο φόβο του θανάτου. Του δικού του θανάτου, του δικού του τέλους, του οποίου μια γεύση παίρνει από έναν "ξένο" θάνατο που αγωνιά να οικειοποιηθεί με υπέρμετρη ευαισθησία. Όσο κι αν ερίζουμε, κλαίμε μόνο για τους "δικούς μας ανθρώπους", αυτούς με τους οποίους ζήσαμε, μοιραστήκαμε στιγμές μιας ζωής που πέρασε. Και κλαίμε το ανεπίστρεπτο αυτών των στιγμών. Εγωιστικά, μοναχικά, ναρκισσιστικά. Όπως μας ταιριάζει. Ως πλάσματα ανθρώπινα, ατελή, φθαρτά. Και, φυσιολογικά κι ανθρώπινα, δε μας είναι ούτε πρόκειται να γίνουν όλοι οι νεκροί αρεστοί. Γιατί, η εικόνα τους ως ζωντανών διαμορφώνει τη στάση μας απέναντι στο θάνατό τους. Οριστικά κι αμετάκλητα.
Όχι, στις πλείστες περιπτώσεις, δεν υπάρχει αξιοπρεπής θάνατος. Τουλάχιστον, όσο δε μας στήνουν σε εκτελεστικά αποσπάσματα απέναντι στους φονιάδες μας, ώστε να μπορούμε να τους χαμογελάμε κατάμουτρα την ύστατη ώρα. Ο θάνατος είναι μια μοναχική αγωνία. Τις τελευταίες ώρες του κουβαλά έναν απεγνωσμένο ρόγχο, μια κλινοπάλη του σώματος, μια σταδιακή κατάρρευση όλων των ζωτικών λειτουργιών, μια διαρκή αφαίρεση των εγκεφαλικών/διανοητικών χαρακτηριστικών μας. Λίγο πριν από το τέλος, γινόμαστε ζώα που ψυχορραγούμε, όπως λέει ο Ροθ. Επιστρέφουμε στο απόλυτα ζωώδες και γήινο. Οι ελάχιστες εκλάμψεις, που μυθολογούνται ως τελευταίες κουβέντες, μπορεί να μας εκθέσουν ή να ανοίξουν σε κοινή θέα όσα ασυνείδητα θάβαμε κάτω από τις στρώσεις και τα περιβλήματα του εγώ μας και των δεόντων μιας ολόκληρης ζωής. Είμαστε μιαν ανίσχυρη μάζα οργανικών καταλοίπων, που θα γίνουν στάχτη ή εκλεκτή τροφή για σκουλήκια στο αέναο κυκλικό παιχνίδι της ζωής.Τα 21 γραμμάρια δεν είναι παρά το μεταφυσικό τρυπάκι μας για να μπορέσουμε να αντέξουμε τη ζωή την ίδια. Ή την απώλειά της.
Τέλος, όχι, δεν υπάρχει αξιοπρέπεια στη διαχείριση μιας μακροχρόνιας ασθένειας. Θα ήθελα πολύ να είναι διαφορετικά, αλλά η αλήθεια είναι πικρή και με διαψεύδει. Έχω κλάψει πολύ, έχω πονέσει πολύ, έχω παρακαλέσει πολύ, έχω κουράσει τα αγαπημένα πρόσωπά μου πολύ, έχω ζητιανέψει για αγάπη και φάρμακα, έχω διεκδικήσει ως απόλυτα κακομαθημένο κωλόπαιδο την απεριόριστη προσοχή, έχω βαρύνει την καθημερινότητα των οικείων μου, έχω δεσμεύσει τις ζωές των άλλων. Και, φυσικά, δεν υπάρχει τίποτε ηρωικό στις διάρροιες, τις ναυτίες, τους εμετούς, τα λερωμένα σεντόνια, τις τρύπιες πικεδένιες κουβέρτες των δημόσιων νοσοκομείων, τις νεκρωμένες ξερές φλέβες, το τρύπιο σώμα, τη διαρκώς αποστεούμενη ύπαρξη. Ούτε υπάρχει τίποτε δημοκρατικό στη συναλλαγή, τη δυνατότητα να έχεις εσύ κάποια φάρμακα ή μια πιο εξειδικευμένη θεραπεία, τα οποία κάποιος άλλος αλλού στερείται, λόγω του συστήματος.
Η μόνη αξιοπρέπεια είναι να μείνεις ζωντανός. Και να ανταποδώσεις. Όσο κι όπως μπορείς. Και λίγο θα είναι πάλι.
Διάφανοι, αδέρφια, είμαστε. Ζώα διάφανα που μας τρομάζει η αντανάκλασή μας στα ποτάμια της ζωής, πάσχοντα από αγνή, καθαρή ύπαρξη. Όπως θα τα έλεγε ένας άλλος λησμονημένος Καίσαρας της Ισπανίας: 

  

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

#21: "Αχαρνών και Αγίου Μελετίου..." [Επιστρέφοντας τι; Και ποια δώρα;]

Βιάστηκες, Χαφέζ. Μπορώ να σε αποκαλώ με αυτό το όνομα; Μη μου θυμώσεις. Εδώ σε έχουν καταχωρίσει ως "28χρονο, αγνώστων στοιχείων". Παράξενο να ξέρεις την ακριβή ηλικία κάποιου και όχι το όνομά του. 
Βιάστηκες, λοιπόν, Χαφέζ. Έπρεπε να ρωτήσεις. Θα μου αντιγυρίσεις: "Ποιον;". Δίκαιο. Σε αυτή τη μεγαλούπολη, μόνοι μας φτιάχνουμε διαλόγους μόνοι μας δίνουμε και τις απαντήσεις. Έπρεπε όμως να ρωτήσεις τι συμβαίνει όταν ο άνθρωπος γίνεται λαμπάδα.
Έστω εκείνους τους θιβετιανούς μοναχούς με τα πορτοκαλιά άμφια, που τόσο ταιριάζαν -χρωματικά τουλάχιστον- στη φωτιά. Θα σου έλεγαν πως μετά από χρόνια η απόγνωση γίνεται mainstream γυμναστική για τα τσάκρα και σανταλόξυλα για δυο ευρώ στην Ερμού.
Βιάστηκες, Τζελαλετίν Ρουμί. Έπρεπε να ρωτήσεις.
Έστω τον Γιαν Παλάτς, τον πρώτο ανθρώπινο δαυλό. Θα σου έλεγε πως τα τανκ περνάνε πάντα στο τέλος και δεν έχει νόημα να γίνεις πλατεία να παρελαύνουν βήματα πάνω στο ιστορικό πλακόστρωτο κορμί σου, όταν εσύ δε θα είσαι εκεί.
Βιάστηκες, Σααντί μου. Έπρεπε να ρωτήσεις.
Έστω τον Κώστα Γεωργάκη, λίγο πριν ανάψει το σπίρτο στα βρεγμένα από βενζίνη ρούχα του. Στη Γένοβα. Στην πλατεία Ματεότι. "Ματαιότης", θα σου έλεγε. "Δεν είμαι ήρωας, ίσως ένας άνθρωπος με περισσότερο φόβο".
Αλλά, βιάστηκες, Φερεϊντούν μου. Και σε τόσο λάθος χώρα. Εδώ νικάμε τους Πέρσες σε όλα τα μαθήματα ιστορίας. Χρόνια τώρα. Από τις Θερμοπύλες, έξω από τα άγονα χωράφια της Σκάρφειας και τα ψαράδικα του Αγίου Κωνσταντίνου. Από τη Σαλαμίνα και τα φουρνάρικα και τα κωλόμπαρά της. Από εκείνο το γαμημένο όρος Αιγάλεω. Πολύ κοντά στο Πέραμα. Εκεί που ζυμώνουμε τη φτώχεια μας και το ρατσισμό μας και τον πουλάμε σε δουλίτσες στη ναυπηγοεπισκευαστική και στα κάλπικα cd. Γιατί είμαστε οι 300. Τόσοι ακριβώς. Μπόσικοι. Ούτε ένας παραπάνω.
Βιάστηκες, Ναντέρ. Έβγαλες, άραγε, στα φωτογραφεία της Γερανίου, εκείνη την όμορφη πόζα με το γαλάζιο προκάτ στερέωμα να στείλεις στους δικούς σου; Αυτή με το δανεικό κουστούμι, Κυριακή πρωί, εννοώ. Να τη δείχνουν, να κερνάνε τσάι και μαλεμπί τους γείτονες. Αυτήν που ξεπλήρωσες πουλώντας τηλεκάρτες και κινέζικες πατσαβούρες.
Βιάστηκες, όμως, να γίνεις σέλας. Στο ξημέρωμα της πιο μεγάλης νύχτας του χρόνου. Αυτής που ζούμε χρόνια τώρα, εννοώ, όχι του χειμερινού ηλιοστασίου.
Βιάστηκες, εσύ που σε ονομάζω με ονόματα Περσών ποιητών, γιατί η ειδησεογραφία και ο πολιτισμός μου σε ήθελε ανώνυμο. Να αυτοπυρποληθείς στη συμβολή ενός Αγίου που δε μας μελετά πια και ενός δρόμου που αρχίζει από το αιώνιο παράπονο. Δεν ξέρω ποια απόγνωση. Υποψιάζομαι, αλλά δεν είναι αρκετό. Επειδή είναι και δική μου.
Συγνώμη. Δεν είναι όμορφος ο κόσμος μας πια, Ομάρ μου, Παχλεβί μου, Ραφσαζανί μου... 





Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

"Λα καταστασιόν τρεζ απελπιστίκ, μον Ντιε..."

Δυο μικρές ιστορίες, ενώ εξελίσσονταν τα Δεκεμβριανά του 1944, όπως τις κατέγραψε στα "Τετράδια Ημερολογίου" του ο Γιώργος Θεοτοκάς:
α. Ο Λάμπρος Καλλιφρονάς, παλαιός δήμαρχος Αθηναίων (1895), μένει στο ισόγειο, σε ένα διαμέρισμα φορτωμένο προγονικές προτομές και εικόνες και αναμνήσεις του ελληνικού 19ου αιώνα. Ενενήντα χρονώ. Αφεντάνθρωπος καλά διατηρημένος, κομψός και ευγενικότατος, περήφανος για το όνομά του [...] όμως δεν καταλάβαινε καλά τι γίνεται και δεν ακούει τους θορύβους της μάχης. Διαμαρτύρεται λοιπόν για τη φτώχεια του φαγητού που του σερβίρουν. Του εξηγούν ότι έξω γίνεται κομμουνιστική επανάσταση, μα δεν το παραδέχεται. "Φωνάζει ο κόσμος κι εσείς οι γυναίκες τα μεγαλοποιείτε".
β. Το απόγεμα της 11ης Δεκεμβρίου, ο Θεοτοκάς κυκλοφορούσε μαζί με τον Κατσίμπαλη (το Γιώργο, ντε, τον επονομαζόμενο και "Κολοσσό του Μαρουσιού"), ο οποίος είχε βγει κρατώντας ένα άδειο γαλόνι για να αγοράσει κρασί και διαμαρτυρόταν γιατί δεν έβρισκε.
"Ο καθένας με τον πόνο του".

Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις της εποχής μας είναι άσχετη, γιατί, ως γνωστόν, οι ιστορικές αναλογίες δεν επαρκούν, τα πρόσωπα είναι άλλα, οι εποχές και οι καταστάσεις διαφορετικά απελπιστικές, η ιστορία επαναλαμβάνεται μόνον ως φάρσα και άλλα - που βαριέμαι να σου εξηγώ. Θα σου έβαζα και τραγουδάκι, αλλά πνίγομαι-όχι από την αιθαλομίχλη...  

#20 "Κάμαρα γέρου ασυρματιστή..." [Επιστρέφοντας τα δώρα]

Οι μπουλμέδες έχουν κιτρινίσει από την πολυκαιρία και την τσιγαρίλα που πότισε την ξέστρωτη κουκέτα. Με δυσκολία κρατάνε πια τα υπολείμματα επιδέσμων εκείνα τα σκαριφήματα από διάφορα παζάρια. Κρέμονται σχεδόν σαν εσταυρωμένοι από μια γωνία τα σχέδια των πλανόδιων που ανταλλάχθηκαν για ένα πακέτο αμερικάνικα ή γαλλικά τσιγάρα. Από το φινιστρίνι έρχεται ένας υγρός νοτιάς. Στον απέναντι τοίχο χορεύουν στο ρυθμό του οι έγχρωμες ρεπροντιξιόν του περιοδικού Life. Πιο κει, διπλώνει στα δυο η αφίσα μιας παλιάς αμερικάνικης ταινίας και κάνει τη σιωπηλή εξωτική ηθοποιό να πέφτει ξανά και ξανά στην αγκαλιά του ωραίου πρίγκηπα. Μια διαρκής επανάληψη της σκηνής. Μια διαρκής υπενθύμιση της απιστίας. 
Το λαβομάνο λερωμένο, στην άκρια μια βρώμικη πετσέτα, στη γωνιά του ένα μπουγέλο με θολό νερό. Το κρύσταλλο γιομάτο φάρμακα. Από τη μιαν άκρη ως την άλλη, πάνω σε ένα σκοινάκι ξεκουράζονται ένα σώβρακο κακοπλυμένο, μια φανέλα κι ένας σκούφος. 
Το τραπέζι κολλημένο στη γωνιά. Ανάκατα: ναυτικοί χάρτες, μια κινέζικη ταμπακιέρα, ένα παλιό πορτοφόλι, τηλεγραφήματα, μια κούπα με κατακάθι καφέ, ένα τασάκι με αποτσίγαρα-βαριά Camel- ένα μπουκάλι ουίσκι, δυο μολύβια, σκισμένα παλιόχαρτα, στοίβες με βιβλία. 
Ένας τόμος βιβλιόδετος - ίσως "Ο παράφωνος αυλός" ή το "Stillae Sanguinis"- ανοιγμένος σε μια σελίδα. Δεν έχει σημασία σε ποια. Ο μαρκόνης κλείνει τα μάτια και τα ανοίγει σε μιαν παρηκμασμένη αστική σάλα. Σε μια πολυθρόνα, καπνίζει με χάρη αμίλητος, ο ωραίος δανδής-ποιητής με τα γκρίζα μαλλιά, με το μαύρο κοστούμι και τα θλιμμένα μάτια. Όμοιος με τον απατημένο σύζυγο της ταινίας. Τρέμει το χέρι του κάθε φορά που φέρνει τη λεπτή πίπα με το μακρύ τσιγάρο στα χείλη του. Μάλλον από τη μορφίνη. Απέναντί του ένας Ρώσος χλωμός παίζει κιθάρα, μια κυρία πίνει το τσέρι της, στο κέντρο ένα πολύφωτο τονίζει την ηδονική μορφή της... 
"Του δωματίου σου η χλιδή, η ευωδιαστή ατμόσφαιρα/ το σώμα σου, ένα αμάλγαμα από σμάλτο και κοράλλι,/ που ως τρόπαιο, ακόλαστη, όρθωσες μπροστά μου/ αχτινοβόλο,/ λυτή την άγρια αφήνοντας αγέλη των ιμέρων,/ όπλα σκληρά είναι που χτυπούν απελπισμένα απόψε/ τα σινικά της πλήξης μας τα τείχη! [...] Φαίνεται πια πως τίποτα-τίποτα πια δε μας σώζει".
Ο μαρκόνης ανοίγει τον ασύρματο, την "Γκρέτα" του κι η φωνή του αφηγείται στα βραχέα:


Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

#19: "Κι έρχεται κρύο..." [ Επιστρέφοντας τα δώρα]

Πόση δύναμη κρύβουν οι γυναίκες που αγαπούμε. 
Δεν είναι το δάχτυλο που χτυπά επαναληπτικά-σαν μια υπενθύμιση στο παρόν- πάνω στο ποτήρι ούτε οι κινήσεις που επαναλαμβάνονται με μια θρησκευτική ευλάβεια, για να τις εμπεδώσουμε. Είναι η μικρή φλέβα στο λαιμό, όταν η απόγνωση χτυπά τα όριά της, που διογκώνεται κι είναι έτοιμη να εκραγεί, χωρίς ποτέ... 
Πόση δύναμη κρύβουν οι γυναίκες που αγαπούμε.
Συστρέφονται στο κορμί μας, μας αγκαλιάζουν, σχεδόν μητρικά-μην το υποτιμάτε, το έχουμε ανάγκη να υπάρξουμε-.
Πόση δύναμη κρύβουν οι γυναίκες που αγαπούμε.
Σωπαίνουν, γιατί ξέρουν πότε πρέπει να σωπάσουν. Το βλέπουμε στα μάτια τους. Το ξέρουν. Αλλά σωπαίνουν.
Πόση δύναμη κρύβουν οι γυναίκες που αγαπούμε.
Κάνουν μιαν αδιόρατη κίνηση, που δε σημαίνει τίποτε παραέξω. Ίσως το σιάξιμο ενός φρυδιού ή το τίναγμα μιας φράντζας.
Πόση δύναμη κρύβουν οι γυναίκες που μας αγαπούμε.
Πέφτουν στο κρεββάτι νωρίς, να μη δουν την ήττα μας τα βράδια. Όταν πηγαίνουμε κοντά τους, έχουν μια μικρή ερωτική ανάσα να νιώσουμε καλύτερα, μας παίρνουν αγκαλιά να διώξουμε τις ενοχές της μέρας.
Πόση δύναμη κρύβουν οι γυναίκες που αγαπούμε.
Μας κοιτάνε κατάματα κάθε πρωινό, να αντέξουμε τη μέρα. Μας φτιάχνουν πρωινό. Μπορεί και όχι. Αλλά είναι εκεί.
Πόση δύναμη κρύβουν οι γυναίκες που αγαπούμε.
Πλέκουν. Δεν ξέρει κανείς γιατί .Δεν ξέρει κανείς τι. Αλλά πλέκουν. Σαν μιαν αδιόρατη, αέναη ιστορία.
Πόση δύναμη κρύβουν οι γυναίκες που αγαπούνε.
Την πιο πικρή ιστορία θα την πουν την ώρα που βάζουμε το παλτό να φύγουμε. Χαλάλι τους. 

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

στον Contrabbando, αντί για τραγούδι (#3)

            [κείμενο γραμμένο περίπου στα 20, η μισή ντροπή δική μου]

Ό,τι είχε αφήσει από εργασίες για μετά το Πάσχα ήρθε και τον πλάκωσε. Η τέταρτη απανωτή μέρα μπροστά στο pc στο μέσον της κι ο εγκέφαλός του σερνόταν (ακριβώς όπως το pc). Μόλις άρχισε να σουρουπώνει, πήρε κλειδιά, άφησε πίσω κινητό και βγήκε. Προς το Λόφο Στρέφη. «Είναι διαφορετικά, μια άλλη Αθήνα εκεί» του είχε πει ένας στη σχολή, που έμενε τριγύρω. Για να δούμε...

Ήταν όντως διαφορετικά. Κτίρια με αρχιτεκτονική, με στυλ. Παράθυρα με ανοιχτές κουρτίνες, χωρίς βλακώδεις ντροπές κι ενα υπέροχο αναρχικό γκράφιτι : «Ήρθαν τα αύρια να διώξουν τα σήμερα». Πόσο πιο όμορφη, αλήθεια, θα μπορούσε να είναι η πόλη...Κατεβαίνοντας, κοντοστάθηκε στη Βουλγαροκτόνων για να προσανατολιστεί. Τον πλησίασαν δύο αστυνομικοί :
- «Καλησπέρα, θα μπορούσαμε να δούμε την ταυτότητά σας, κύριε ;»
- «Μόνο πάσο έχω, δεν ξέρω...»
- «Το πάσο δε λέει τίποτα, πρέπει να έρθεις για εξακρίβωση. Έγιναν κάτι επεισόδια το απόγευμα»
- «Μάλιστα, κατάλαβα».

Είχε καταλάβει ότι έμπλεξε απ’ το πουθενά. Στη Γ.Α.Δ.Α. που κατέληξε, το κλίμα ήταν αρκούντως αυστηρό κι αυτός, ούτως ή άλλως, αρκούντως φοβιτσιάρης. Στο τέλος της μέρας και γυρνώντας στο pc δεν ήταν σίγουρος για τίποτα, παρά μόνο για ένα: Δεν θα πήγαινε ποτέ ξανά στο Λόφο. Η τρομοκρατία (για άλλη μία φορά) είχε νικήσει.

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Για τα Δεκεμβριανά του '44 - Ένα άγνωστο ποίημα του Νίκου Καββαδία

Αντίσταση

Στη Μέλπω Αξιώτη

Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές
Πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβηούν κι εκείνα.
Θάλασσα τρώει το βράχο απ' όλες τις μεριές.
Μάτια λοξά και τ' αγαπάς: Κόκκινη Κίνα.

Γιομάτα παν τα Ιταλικά στην Ερυθρά.
Πουλιά σε αντιπερισπασμό- Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στη νυχτιά παίζουν νωθρά.
Λάμπει αρραβώνα στο δεξί σου: Αβησσυνία.

Σε κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ιβηρική.
Ανάβουνε του Barrio Chino τα φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες και Γραικοί.
Γκρέκο και Λόρκα-Ισπανία και Πασσιονάρια.

Κύμα θανάτου ξαπολιούνται οι Γερμανοί.
Τ' άρματα ζώνεσαι μ' αρχαία κραυγή πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,
Οι κρεμασμένοι στα δεντρά , μπαίγνιο του ανέμου.

Κι απέ Δεκέμβρη στην Αθήνα και Φωτιά.
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι,
Λικνίζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.

Ελεύθερα Γράμματα, τεύχος 14, 10/8/1945 [γραμμένο τις μέρες των Δεκεμβριανών] 


#18 "Να μας πάρει και να μας σηκώσει, ρεμάλια..." [Επιστρέφοντας τα δώρα]

φύσαγε
και τότε που σκαρφαλωμένοι σε πεζούλες καμωνόμασταν πως
ήμασταν φάροι στα πελάγη και συγκρουόταν το στέρνο μας με ό,τι έφερνε ο νυχτερινός αγέρας και τα χέρια
κουπιά χώνονταν στα θαλασσινά ερέβη
κι ανοίγαμε με ένα μικρό ελβετικό σουγιά δυο μακρές τομές
κατά μήκος της πλάτης μας να βγάλουμε
φτερά να πετάξουμε από τις βερολινέζικες ταράτσες ή
πάνω από τα κυκλαδίτικα γκρέμια και
δεν είχε σημασία γιατί
κύλαγε στο κορμί μας η ζεστασιά του ποτού και διαπερνούσε τους νευρώνες μας το ρίγος
από το τεντωμένο πλωριό κορμί μιας γυναίκας που στεκόταν
κόντρα στον άνεμο μόνο για μας
ισορροπώντας
ανάμεσα στην υπόσχεση του πάντοτε
και
τη βεβαιότητα του ποτέ
και ήμασταν νέοι
κωπηλάτες με λινά σαλβάρια πανάρχαιοι ερέτες από τα βάθη της ανεμελιάς
του έρωτα και σφύριζε
εύηχη πουρούδα στο αυτί μας
ο μακρινός αχός με τον οποίον τρίβονταν τα χαλίκια στο θαλασσινό νερό
δεν τη νιώθαμε την ανεπαίσθητη φθορά
το αέναο χτύπημα του κύματος στο βράχο
το θρόισμα του ανέμου σε ξερολιθιές
η θυμαρίσια ανάσα σε βάτα
ο χρόνος έπαιζε στο λαβύρινθο του αυτιού μας
δεν ακούγαμε κανένα αδράχτι να ξετυλίγεται
βαστάγαμε γερά την άκρη του μίτου
ένα χρωματιστό καραβόπανο
έπλεε στον αφρό των πραγμάτων
δεν άγγιζε ύπουλα θαλασσόχορτα του βυθού
μόνο γλυκιά προκολομβιανή ευτυχία
με ήλιο
και μελαμψή ραστώνη
κι ελαφρό ράπισμα της άμμου πριν μπει σε κάποια κλεψύδρα.
Μας βρήκε απροετοίμαστους
αυτή η αγριότητα
ο βοριάς μας κοπανάει από τοίχο σε τοίχο
σε μια πολιτεία
όχι ερειπιώνας πρότερου μεγαλείου είναι
ταράτσα γυμνή
κεραίες κρημνίζονται
χώνονται στις σάρκες μας
χαρτόκουτοι άνθρωποι στοιβάζονται στις γωνιές
σώματα βουτάνε στο κενό
κάποιοι στριμώχνονται να απολαύσουν
το θέαμα
δεν υπάρχουν ανοιχτά χέρια και αγκαλιές
μόνο δείχτες και κουκούλες
τα πόδια μας εν μια νυκτί γίνανε
πέτρινες άγκυρες
μέσα μας δε
φυσάει
κανένας Απηλιώτης
ά π ν ο ι α
και το φουλάρι της Ισιδώρας Ντάνκαν
μπλέκεται ξανά
στη ρόδα
στον τροχό της τύχης
στον ανεμόμυλο τέρας του Θερβάντες
σφιχτά
ίσαμε.





Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

στον Contrabbando, αντί για τραγούδι (#2)

[κείμενο γραμμένο περίπου στα 20, η μισή ντροπή δική μου]

Ίσαμε τη στιγμή που η αναπνοή τους θα ενωθεί με το ανοιξιάτικο αεράκι του επιταφίου και θα χαθεί. Με τα ακουστικά στ’ αυτιά κατευθύνθηκε προς την πλατεία Δημοκρατίας. Βραδιά Επιταφίου στο Αγρίνιο, Μεγάλη Παρασκευή. Από τα χρόνια που ήταν ακόμη μαθητής Γυμνασίου, η συγκεκριμένη νύχτα του δημιουργούσε συναισθηματική ένταση. Αυτός ο συνδυασμός θρησκευτικής μελαγχολίας και ανοιξιάτικης ερωτικής ενέργειας λειτουργούσε μέσα του με τρόπο εξουσιαστικό. Δεν έκανε παζάρια.
Διασχίζοντας ένα από τα τελευταία ανθισμένα στενά της πόλης αισθάνθηκε τα αρώματα να τον μεταμορφώνουν σε Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ. Έτσι μεταμορφωμένος, άφησε να περάσει μπροστά απ’τα μάτια του η πρώτη του φοιτητική χρονιά, που πλησίαζε στο τέλος. Οι πρώτες μέρες στην Αθήνα και η ζόρικη προσαρμογή. Η ιστορία με το Τhe League, που κατέληξε σε ανάγνωση πορνογραφημάτων και έληξε άδοξα. Οι φοιτητικές πορείες και η αυταπάτη ενός νέου κοινωνικού κινήματος που φουντώνει. Οι βραδιές Champions League και τα επιφωνήματα μπρος στο «μπαλέτο των φτωχών»... Αλλιώς τα φανταζόταν τα φοιτητικά πράγματα, αλλά κι έτσι, τελικά, δεν ήταν καθόλου άσχημα.
Έφτασε στην πλατεία, οι σχολικοί του φίλοι ήταν ήδη εκεί. Δεν γκρίνιαξαν για το στήσιμο, τον είχαν μάθει πια. Μπήκαν μαζί στο μπαρ και παρήγγειλαν. Διηγήθηκαν ιστορίες εσωτερικής μετανάστευσης, θυμήθηκαν περιστατικά, σχεδίασαν ταξίδια, γέλασαν. Μέχρι το μεγάλο μπαμ. Εκεί κόπηκαν όλα. Ο νεαρός που μπήκε ουρλιάζοντας και με το χέρι πλημμυρισμένο στο αίμα δεν άφησε περιθώριο για τίποτε άλλο. «Αμάν με τους δυναμίτες ρε γαμώτο!» ακούστηκε από πίσω.

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

στον Contrabbando, αντί για τραγούδι (#1)

[κείμενο γραμμένο περίπου στα 20, η μισή ντροπή δική μου]

     «Σε φλώρο πέσαμε γαμώ την πουτάνα μου» μουρμούρισε και κοίταξε στον καθρέφτη πάνω από το παρμπρίζ για να δει το πρόσωπο του οδηγού. Ήταν το δεύτερο συνεχόμενο πορτοκαλί φανάρι που το λεωφορείο δεν περνούσε και είχε ήδη αργήσει 25 λεπτά. Δεν είχε ντυθεί κάτι παρ’ ότι το πάρτυ ήταν μασκέ, δεν είχε καν όρεξη να πάει σ’ αυτό το κωλοπάρτυ της σχολής. Ήταν καθ’οδόν μόνο και μόνο γιατί τον είχε πιέσει και πείσει λίγο πιο πριν ο εαυτός του: «είσαι 18, είναι απόκριες, θα πας θες, δε θες!».
     Όλα του έφταιγαν τον τελευταίο καιρό. Όλα. Είχε συμπληρώσει τέσσερις μήνες στην Αθήνα, τέσσερις μήνες φοιτητικής ζωής και δεν είχε συμβεί το παραμικρό από αυτά που του είχαν υποσχεθεί. Αντί για εμπνευσμένες διαλέξεις κάτι εργασίες της συμφοράς, αντί για έντονη ζωή σχολή-καφέ-σπίτι, αντί για σινεμά dvd, αντί για παθιασμένους έρωτες τίποτα.
     Το πάρτυ ήταν το απόλυτο φιάσκο. Χαιρέτησε και βγήκε. Περπατώντας στην αυλή με την άκρη του ματιού του διέκρινε ένα συμφοιτητή. Δεν είχαν πει ποτέ τίποτα, αλλά καθόταν πρώτο έδρανο ο τύπος, οπότε την είχε ‘κονομήσει τη στάμπα του σούπερ αχώνευτου. Έπρεπε να τον αποφύγει...
- Είσαι στη σχολή, σωστά;
- Ναι, σωστά
- Σε θυμάμαι. Γιατί φεύγεις από τώρα;
- Βαρέθηκα, είμαι και λίγο πτώμα.
- Να σου πω κάτι: κι εγώ αν δεν ήταν μέσα τα παιδιά απ’το League θα είχα φύγει, ειλικρινά.
- Από ποιό;
- Απ’το League. The League of extraordinary gentlemen. Απ’ το κόμικ του Μουρ, ξέρεις. Είμαστε πέντε αγόρια, μες στη βδομάδα γράφουμε ιστορίες, παραμύθια για μεγάλους και τις διαβάζουμε τις Παρασκευές αργά το βράδυ σε κάποιο σπίτι. Κάποια μέρα μπορεί να τις στείλουμε και στην Athens Voice. Χα χα χα. Αν ψήνεσαι πες...
- Ξέρω ‘γω
Αν μη τι άλλο ακουγόταν ενδιαφέρον.
- Πες άμα είναι...

Λες να είχε βρει τη λύση και να μην το είχε καταλάβει;

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

#17 "Δύο χιλιάδες διακόσιες εικοσιδύο μέρες..."

Δύο χιλιάδες διακόσιες εικοσιδύο μέρες πόνου. Δεν του αρκούν. Βρήκε ωραίο χουζούρι στο κορμί μου. Θα μείνει, λέει. Κι άλλο. Μόνο που, όσο θρονιάζεται, τόσο δυναμώνω τα ηχεία και του φωνάζω στο αυτί: "Σε αγαπάω, πουτάνα ζωή (ακόμη κι έτσι)". Με αυτήν τη μελωδία. Πάντα.

 Υ.Γ.: Σοφάκι, η επανάσταση μπορεί να γαμιέται. Όχι η δική μας.  

#16 "Κατάλογος κιβωτίου ερμητικά κλειστού-μέρος πρώτο" [Επιστρέφοντας τα δώρα]

το αριστερό παπούτσι της ρόζας λούξεμπουργκ
τρία στραγγαλισμένα φωνήεντα από τη φωνή του σπάις
ένα ναυτικό κασκέτο από την κροστάνδη
το πρώτο τεύχος του περιοδικού plamen (άνοιξη '68)
ένα φυαλίδιο κενό και μια σύριγγα στο προσκεφάλι της λώρας μαρξ και του πολ λαφάργκ
δύο κουμπιά από ντρίλινο παντελόνι ενός κομμουνάρου του παρισιού- αγνώστων λοιπών στοιχείων
ο δείκτης του χεριού του μαγιακόφσκι - αυτός που τράβηξε τη σκανδάλη, όχι αυτός που έδειχνε στη λίλια μπρικ ένα "σύννεφο με παντελόνια"
αποτσίγαρο του ζαν πολ σαρτρ σε κομμάτι από λιθόστρωτο
το τελευταίο γραπτό μήνυμα του νίκολα σάκο στο γιο του ντάντε
ίνες από τη βαμβακερή φανέλα του λούη τίκα
το κομμένο δεξί χέρι του τσε, αυτό με τα μελανά δάχτυλα μετά την ταυτοποίηση αποτυπωμάτων
το άρθρο με τίτλο "σύγχυση αντί μουσικής" (πράβδα 28/1/1936) κολλημένο στην πίσω πλευρά της παρτιτούρας της 8ης συμφωνίας του σοστακόβιτς
ζευγάρι γυαλιών με κοκάλινο σκελετό του σαλβαδόρ αλιέντε 
σπόροι από λουλούδια που δε φύτεψε ποτέ ο λέον τρότσκι στην εξορία-για να μη δεθεί με τόπους ξένους
τα βυθισμένα μάγουλα του μπόμπι σαντς στο οστέινο πρόσωπο
απόκομμα δωρεάν εισιτηρίου για το τραμ της βαρκελώνης με σφραγίδα του poum
σωλήνωση υπαίθριου ψύκτη white only
ο σπασμένος παράμεσος του βίκτορ χάρα
σβώλοι χώμα από ένα λάκκο κοντά στη γρανάδα
μικρός τενεκές αστέγου (κλεμμένος από την καβάτζα του)
η κούραση της ρόζας παρκς
φωτογραφική λεπτομέρεια της αριστερής κάτω πλευράς της γκερνίκα- σε μεγέθυνση
ένα μικρό απόσπασμα από ανεπίδοτη επιστολή της μαρίνας τσβετάγιεβα με μια ζωγραφισμένη πεταλούδα χωρίς φτερά
το μασημένο πούρο του φορτίνο σαμάνο
δελτίο τύπου διεθνούς οργανισμού για πνιγμένους πρόσφυγες στη μεσόγειο κι αλλού
σελίδες από το ημερολόγιο του σιμόν ροντρίγκεζ, δασκάλου
σκίτσο της αχμάτοβα από τον αμεντέο μοντιλιάνι-γυμνό/ρεπροντιξιόν
επίμονος βήχας βρετανού ανθρακωρύχου (σε φιάλη μικρόσχημη)
αστέρια διαφόρων χρωμάτων και σχημάτων σε κουρέλια ρούχων
υπολείμματα από λευκά σάβανα παλαιστινίων (μικρού μεγέθους)
κομμάτι από το τείχος του βερολίνου (σουβενίρ για τουρίστες)
πυρόχρωμο αντικείμενο λαϊκής τέχνης περιέχον κόκκους καφέ των ζαπατίστας
μαύρο γάντι του τόμι σμιθ, ολυμπιονίκου
ρετουσαρισμένες φωτογραφίες μεταναστών από το έλλις άιλαντ (σέπια)
το καμένο δέρμα του γιαν πάλλατς

τέλος πρώτης πρόχειρης καταγραφής, εκ μεταφοράς...

Υ.Γ. Κι εσύ με ρωτάς αν διάλεξα:











Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

#15 "Φανέλες στις φαβέλες του Αλδεβαράν" [Επιστρέφοντας τα δώρα...]

Όταν έρχεται στο προσκήνιο μια αθλητική επιτυχία- καλήν ώρα όπως η χθεσινή πρόκριση της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας του 2014- νομοτελειακά συγχρονίζεται η μεγάλη εθνική χορωδία και ο θίασος παρουσιάζει επί σκηνής τη γνωστή "Συμφωνία του Περιούσιου Λαού" σε γαλανόλευκο λα ματζόρε. Τα κόρνα, κυρίως, εξακοντίζουν πάνω από τα κεφάλια μας το "προικισμένο ελληνικό DNA", τα τύμπανα χτυπούν στο ρυθμό της "αθάνατης ελληνικής ψυχής" και οι τρομπέτες σφυρίζουν τις νότες της "εθνικής περηφάνειας".
Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό και την εθνοβαβούρα, προτιμώ να αποσύρομαι και να ξαναδιαβάζω μια μικρή διδακτική ιστορία από τη συνάντηση του Σεφέρη και του Καββαδία, όπως τη διασώζει ο Μήτσος Κασόλας:
"Το 1954, ο Γιώργος Σεφέρης, καταξιωμένος ποιητής και διπλωμάτης, ήταν πρέσβης στη Βηρυτό, όπου βρισκόταν, προσωρινά ξέμπαρκος, κι ο Νίκος Καββαδίας. Ο Σεφέρης θα πήγαινε στην Πρεσβεία για μια από τις εθνικές μας επετείους. "Άσε να σε πάω εγώ", του είπε ο Καββαδίας. Μπήκαν σε μιαν άμαξα και σε όλην τη διαδρομή ο Σεφέρης αγόρευε με επική διάθεση για το μείζονα ελληνισμό που διατηρεί ζωντανή εκτός συνόρων την εθνική ψυχή, το σπουδαίο ελληνικό πολιτισμό και την ελληνικότητα των περιοχών της ανατολικής Μεσογείου. Ο Καββαδίας τον άκουγε σιωπηλός. Κάποια στιγμή ζητά από τον οδηγό να τους περάσει από μια συγκεκριμένη περιοχή. Τον πηγαίνει σε ένα δρόμο πήχτρα στις ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια. Ο Σεφέρης εκστασιάζεται και ρητορεύει για την απτή τεκμηρίωση των λεγομένων του. "Εδώ είναι Ελλάδα", φωνάζει, "δεν τον ήξερα αυτόν το δρόμο". "Είναι τα μπορντέλα της Βηρυτού", του απαντά ο Καββαδίας. "Κύριε", απευθύνεται θυμωμένος ο Σεφέρης στον Καββαδία, "ή εσείς θα κατεβείτε από το αμάξι ή εγώ". Κατέβηκε ο θαλασσινός".
Η ιστορία θα μπορούσε να τελειώνει εδώ. Κάθε φορά, όμως, που φέρνω στο μυαλό μου αυτή τη διήγηση, μου έρχεται στο μυαλό -θες από το αραβικό του όνομα θες από τη θαλασσινή του υπόσταση- το άστρο του Αλδεβαράν. Πολύ πιστέψαμε σε τούτη τη γωνιά -μάλλον εξαιτίας της "γενιάς του '30"- στον Ήλιο τον Ηλιάτορα και την ευλογία του, στον Ήλιο της Δικαιοσύνης το νοητό και μέσα στο τόσο φως ξεχνάγαμε να σηκώσουμε τα μάτια μας, πιο σιωπηλά και πιο ταπεινά στο στερέωμα της νύχτας. Τότε, ίσως να ξεχωρίζαμε το πιο φωτεινό αστέρι του αστερισμού του Ταύρου, το νότιο μάτι του Ταύρου, τον Αλδεβαράν, δεκαπέντε φορές πιο μεγάλο από τον Ήλιο.
Και ίσως τότε, κατανοούσαμε και μιαν άλλη διάσταση των πραγμάτων. Αυτήν που κι ο ίδιος ο Σεφέρης κατανόησε εδώ. Αυτήν που προσπάθησε να εκφράσει με τη μελωδική του αναρθρία ο Λαπαθιώτης σε εκείνο το ποίημα που ακούγεται στην παλιά ομώνυμη ταινία του Ανδρέα Θωμόπουλου. Αυτήν που, τελικά, ο ίδιος ο Καββαδίας μας άφησε, καθώς χανόμαστε στην παλίρροια των καιρών, αναζητώντας το φευγαλέο χέρι των δικών μας ανθρώπων κι όχι τη φτιασιδωμένη μεγάλη αφήγηση:







Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

#14 "Τα μολυβένια στρατιωτάκια" (40 χρόνια μετά)

Είσαι πέντε, παίζεις στο πάτωμα με κάτι μολυβένια στρατιωτάκια. Αυτά που πουλάνε ανά τριάδες σε συσκευασία με νάιλον πρόσοψη και χάρτινη πλάτη. Τα έχεις απλώσει όλα. Και τους αρχαίους Σπαρτιάτες και τους τσολιάδες του Συντάγματος και τους πεζικάριους και τους ναύτες και τους αεροπόρους. Δεν αναρωτιέσαι σε ποιο πεδίο μπορούν όλοι αυτοί να πολεμούν και για ποιο λόγο. Όταν σκοτώνονται, απλώς πέφτουν. Δε ματώνουν. Στο τέλος, θα μπουν συμφιλιωμένοι όλοι μέσα στη σακούλα. Μέχρι την επόμενη μάχη.

Είσαι πέντε, έχεις μπροστά σου το άλμπουμ με τα αυτοκόλλητα. Κολλάς κάθε βδομάδα τα πολύχρωμα χαρτάκια από εκείνες τις λεπτές σοκολάτες που σου φέρνει ο πατέρας το απόγευμα μετά τη δουλειά. Μαζεύεις σοβαρός τις μικρές εικόνες στρατιωτών από όλες τις χώρες του κόσμου. Μαθαίνεις γεωγραφία από τα στοιχεία που συνοδεύουν την εικόνα. Αξιωματικός/Χώρα: Μογγολία/Πρωτεύουσα: Ουλάν Μπατόρ/Πληθυσμός:… Δε σε πολυενδιαφέρει τι δείχνουν. Αν ολοκληρώσεις το άλμπουμ, κερδίζεις μια δερμάτινη μπάλα. Δεν την πήρες ποτέ. Έμεινε πάντα κενή η εικόνα εκείνου του αναθεματισμένου Ουσάρου/ Χώρα: Σοβιετική Ένωσις/Πρωτεύουσα: Μόσχα/ Πληθυσμός:…

Είσαι πέντε, δε σου πολυαρέσει να σου τσιμπάει το μάγουλο ο κύριος Τάκης του 3ου , όταν σε συναντά. Κάθε πρωί πηγαίνει στο καφενείο της γειτονιάς και κάθεται με τις ώρες. Είναι «δημοσογάφος». Πολύ αργότερα, θα μάθεις πως είναι ο ρουφιάνος της γειτονιάς και πως στο καφενείο, τα βράδια, στο πίσω καμαράκι παίζει μπαρμπούτι η Σωτηρία Μπέλλου. Ούτε σου πολυαρέσει να σου χαλάει τα μαλλιά, χαϊδεύοντάς τα ο κύριος Ν. του 4ου. Πολύ αργότερα θα τον δεις στη «δίκη των βασανιστών της ΕΑΤ-ΕΣΑ». Είναι ο βασανιστής με τα «λευκά χέρια». Αυτόν που θα βλέπει ο Σπύρος Μουστακλής και θα μουγκρίζει σαν θηρίο. Αλλά, τώρα είσαι πέντε.

Είσαι πέντε. Στους ώμους του πατέρα σου. Όλοι είναι όρθιοι και τραγουδούν. Και χειροκροτάνε. Στη μέση, άνθρωποι με πολύχρωμες στολές περνάνε μέσα από τον κόσμο σε μια μεγάλη ξύλινη εξέδρα. Πρώτη φορά βλέπεις τέτοιο «Τσίρκο». Δεν έχει ακροβάτες. Ούτε ζώα. Ούτε καταλαβαίνεις γιατί πολλοί κλαίνε, όταν ακούνε τον ωραίο κύριο με το μαύρο πουκάμισο και τη δυνατή φωνή. Πολύ αργότερα, θα καταλάβεις και θα τον τραγουδήσεις και θα κλάψεις, όταν «έφευγε» στο Αντικαρκινικό του Πειραιά, με μια βδομάδα διαφορά από τη θεία σου τη Χριστίνα, στον πάνω όροφο. Τώρα, όμως όχι. Απλώς χοροπηδάς χαρούμενος και χειροκροτάς.

Είσαι πέντε. Τις τελευταίες μέρες, η μάνα σου έχει μόνιμα κατεβασμένες τις γρίλιες και σου λέει να μη βγαίνεις στο μπαλκόνι. Στην απέναντι νησίδα, κόβει βόλτες ένας φαντάρος οπλισμένος. Από κολώνα σε κολώνα. Από πουλί σε πουλί. Κάποτε στρέφει και το όπλο προς τις διάφορες πολυκατοικίες και με νοήματα δείχνει σε κάποιον να μπει μέσα. Εσύ στο πάτωμα έχεις βγάλει τις μεγάλες χάρτινες συσκευασίες από τις χριστουγεννιάτικες σοκολάτες. Αυτές που μετακινείς χωριστά τα σώματα, τα κεφάλια και τα πόδια και φτιάχνεις δικά σου τέρατα. Αταίριαστα. Όμορφα.

Είσαι πέντε. Τις τελευταίες μέρες, το ραδιόφωνο –το καφέ Grundig πάνω στη σιφονιέρα της κρεβατοκάμαρας- παίζει κάποιες ώρες χαμηλόφωνα. Όχι εκείνα τα ωραία τραγούδια με τις θάλασσες, τα καράβια και τα χρώματα που σου αρέσουν. Δεν καταλαβαίνεις. Κάτι βραχνό, με πολλά παράσιτα. Στο σπίτι, όλοι είναι σοβαροί, αλλά χαρούμενοι. Ο πατέρας αργεί να γυρίσει από τη δουλειά κάθε απόγευμα. Ο κύριος Νίκος του 5ου μας επισκέπτεται όλο και πιο συχνά. Έχει ωραία μακριά κυματιστά μαλλιά και μιλά περίεργα, μουσικά, κουνώντας έντονα τα χέρια του: «Θα πέσει η χούντα. Να προσέχουμε τους φασίστες εδώ μέσα. Έχουν σκυλιάσει». Αλλά είσαι πέντε και δε σου εξηγούν.

Είσαι πέντε. Είναι Σάββατο. Βράδιασε. Ο πατέρας δεν έχει επιστρέψει ακόμη. Η μάνα σου κόβει ανήσυχη βόλτες σε όλο το σπίτι. Από το τηλέφωνο στο ραδιόφωνο και πάλι πίσω. Μονολογεί «Κάνιγγος, Χαλκοκονδύλη. Είναι δίπλα». Έχει κοιμίσει το μικρότερο αδερφό σου από ώρα. Είναι η πρώτη φορά που μένεις ξύπνιος μέχρι τόσο αργά μαζί της. Σχεδόν το διασκεδάζεις. Έχεις κάτσει στο κρεβάτι και παίζεις με το «Φωτεινό Παντογνώστη». Προσπαθείς να βρεις τη σωστή απάντηση να ανάψει το λαμπάκι. Να δείξεις πόσα ξέρεις. Ο πατέρας θα μπει ξημερώματα στο σπίτι. Αναμαλλιασμένος. Πολύ κουρασμένος. Με σκυμμένο κεφάλι. «Τους σκότωσαν», λέει και ξαναλέει. Νομίζεις πως ξέρεις, αλλά είσαι πέντε και δεν έχεις τη σωστή απάντηση.

Είσαι πέντε. Είναι Δευτέρα. Σφίγγεις στο χέρι σου ένα τάλιρο. Αυτό με τον Άη Γιώργη από τη μια και το πουλί από την άλλη. Σε έχει στείλει η μάνα σου στο φούρνο, να αγοράσεις ψωμί. Στέκεσαι σε μια σιωπηλή ουρά. Όλοι κοιτάνε τις μύτες των παπουτσιών τους. Μόνον κανα δυο πελάτες φωνάζουν δυνατά. «Καλά τους κάνανε. Τι θέλανε δηλαδή οι αλήτες;». Ένας φαντάρος διατηρεί την τάξη. Άγριος. Αυστηρός. Με τη λόγχη πάνω στο όπλο. Σε τρομάζει. Από κοντά, δεν είναι μολυβένιος. Δε μοιάζει με αυτούς που παίζεις. Ποτέ δεν έμοιαζε. Αλλά δεν το ήξερες. Είσαι μόνο πέντε. Κι έχεις καιρό να το μάθεις. Κι ακριβώς σαράντα χρόνια από τότε να θυμάσαι.




Υ.Γ. Το κείμενο είναι αντίδωρο σε κάποιους Νίκους που θυμάμαι πάντα. Κυρίως στον κυρ Νίκο του 5ου, το Νίκο Μαμαγκάκη, που μου φύλαγε τα χέρια και μου ‘δινε χαμογελαστός την ευχή «Να ζζίνεις ποιητής, κοπέλι μου». Δεν έγινα. Έχω καιρό να μάθω πώς.