[κείμενο γραμμένο περίπου στα 20, η μισή ντροπή δική μου]
Ό,τι είχε αφήσει από εργασίες για μετά το Πάσχα ήρθε και τον
πλάκωσε. Η τέταρτη απανωτή μέρα μπροστά στο pc στο μέσον της κι ο εγκέφαλός του
σερνόταν (ακριβώς όπως το pc).
Μόλις άρχισε να σουρουπώνει, πήρε κλειδιά, άφησε πίσω κινητό και βγήκε. Προς το
Λόφο Στρέφη. «Είναι διαφορετικά, μια άλλη Αθήνα εκεί» του είχε πει ένας στη
σχολή, που έμενε τριγύρω. Για να δούμε...
Ήταν όντως διαφορετικά. Κτίρια με αρχιτεκτονική, με στυλ. Παράθυρα
με ανοιχτές κουρτίνες, χωρίς βλακώδεις ντροπές κι ενα υπέροχο αναρχικό γκράφιτι
: «Ήρθαν τα αύρια να διώξουν τα σήμερα». Πόσο πιο όμορφη, αλήθεια, θα μπορούσε
να είναι η πόλη...Κατεβαίνοντας, κοντοστάθηκε στη Βουλγαροκτόνων για να
προσανατολιστεί. Τον πλησίασαν δύο αστυνομικοί :
- «Καλησπέρα, θα μπορούσαμε να δούμε την ταυτότητά σας,
κύριε ;»
- «Μόνο πάσο έχω, δεν ξέρω...»
- «Το πάσο δε λέει τίποτα, πρέπει να έρθεις για εξακρίβωση.
Έγιναν κάτι επεισόδια το απόγευμα»
- «Μάλιστα, κατάλαβα».
Είχε καταλάβει ότι έμπλεξε απ’ το πουθενά. Στη Γ.Α.Δ.Α. που
κατέληξε, το κλίμα ήταν αρκούντως αυστηρό κι αυτός, ούτως ή άλλως, αρκούντως
φοβιτσιάρης. Στο τέλος της μέρας και γυρνώντας στο pc δεν ήταν σίγουρος για τίποτα, παρά
μόνο για ένα: Δεν θα πήγαινε ποτέ ξανά στο Λόφο. Η τρομοκρατία (για άλλη μία
φορά) είχε νικήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου