Οι μπουλμέδες έχουν κιτρινίσει από την πολυκαιρία και την τσιγαρίλα που πότισε την ξέστρωτη κουκέτα. Με δυσκολία κρατάνε πια τα υπολείμματα επιδέσμων εκείνα τα σκαριφήματα από διάφορα παζάρια. Κρέμονται σχεδόν σαν εσταυρωμένοι από μια γωνία τα σχέδια των πλανόδιων που ανταλλάχθηκαν για ένα πακέτο αμερικάνικα ή γαλλικά τσιγάρα. Από το φινιστρίνι έρχεται ένας υγρός νοτιάς. Στον απέναντι τοίχο χορεύουν στο ρυθμό του οι έγχρωμες ρεπροντιξιόν του περιοδικού Life. Πιο κει, διπλώνει στα δυο η αφίσα μιας παλιάς αμερικάνικης ταινίας και κάνει τη σιωπηλή εξωτική ηθοποιό να πέφτει ξανά και ξανά στην αγκαλιά του ωραίου πρίγκηπα. Μια διαρκής επανάληψη της σκηνής. Μια διαρκής υπενθύμιση της απιστίας.
Το λαβομάνο λερωμένο, στην άκρια μια βρώμικη πετσέτα, στη γωνιά του ένα μπουγέλο με θολό νερό. Το κρύσταλλο γιομάτο φάρμακα. Από τη μιαν άκρη ως την άλλη, πάνω σε ένα σκοινάκι ξεκουράζονται ένα σώβρακο κακοπλυμένο, μια φανέλα κι ένας σκούφος.
Το τραπέζι κολλημένο στη γωνιά. Ανάκατα: ναυτικοί χάρτες, μια κινέζικη ταμπακιέρα, ένα παλιό πορτοφόλι, τηλεγραφήματα, μια κούπα με κατακάθι καφέ, ένα τασάκι με αποτσίγαρα-βαριά Camel- ένα μπουκάλι ουίσκι, δυο μολύβια, σκισμένα παλιόχαρτα, στοίβες με βιβλία.
Ένας τόμος βιβλιόδετος - ίσως "Ο παράφωνος αυλός" ή το "Stillae Sanguinis"- ανοιγμένος σε μια σελίδα. Δεν έχει σημασία σε ποια. Ο μαρκόνης κλείνει τα μάτια και τα ανοίγει σε μιαν παρηκμασμένη αστική σάλα. Σε μια πολυθρόνα, καπνίζει με χάρη αμίλητος, ο ωραίος δανδής-ποιητής με τα γκρίζα μαλλιά, με το μαύρο κοστούμι και τα θλιμμένα μάτια. Όμοιος με τον απατημένο σύζυγο της ταινίας. Τρέμει το χέρι του κάθε φορά που φέρνει τη λεπτή πίπα με το μακρύ τσιγάρο στα χείλη του. Μάλλον από τη μορφίνη. Απέναντί του ένας Ρώσος χλωμός παίζει κιθάρα, μια κυρία πίνει το τσέρι της, στο κέντρο ένα πολύφωτο τονίζει την ηδονική μορφή της...
"Του δωματίου σου η χλιδή, η ευωδιαστή ατμόσφαιρα/ το σώμα σου, ένα αμάλγαμα από σμάλτο και κοράλλι,/ που ως τρόπαιο, ακόλαστη, όρθωσες μπροστά μου/ αχτινοβόλο,/ λυτή την άγρια αφήνοντας αγέλη των ιμέρων,/ όπλα σκληρά είναι που χτυπούν απελπισμένα απόψε/ τα σινικά της πλήξης μας τα τείχη! [...] Φαίνεται πια πως τίποτα-τίποτα πια δε μας σώζει".
Ο μαρκόνης ανοίγει τον ασύρματο, την "Γκρέτα" του κι η φωνή του αφηγείται στα βραχέα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου