Στη μονάδα τον προειδοποίησαν οι πιο παλιοί μετά το προσκλητήριο να εξαφανίζεται, να παίρνει τους φαντάρους και να πηγαίνει όσο το δυνατό πιο πέρα για ασκήσεις. Γιατί ο διοικητής είχε χωρίσει πρόσφατα, μεγάλη καψούρα με τη γυναίκα του, έτσι έλεγαν, γι' αυτό δε μίλαγε σε άνθρωπο, μόνο κλεινόταν στο γραφείο όλη μέρα με το κασετόφωνο στο φουλ να παίζει διαρκώς "Τα στέφανα". Και ακόμη πως δεν ήθελε να βλέπει κανένα, κι όλους τους έβριζε χυδαία, αν πέφτανε εκείνες τις στιγμές μπροστά του. Πήγε να πάρει κάτι έγγραφα ένα πρωί, όχι με τη θέλησή του, αλλά ένεκα ο νεότερος κι ότι απ' τις παλιοσειρές κανένας δεν ρισκάριζε. Έβρεχε καταρρακτωδώς που λένε και στα σενάρια. Τον βρήκε μέσα, με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα, να κοιτάζει απ' το παράθυρο τη βροχή. Δεν έβγαλε κιχ, και μόλις έκανε να μαγκώσει τα χαρτιά και να φύγει όσο το δυνατό πιο γρήγορα, ο άλλος τον ρώτησε ψυχρά, λες και μίλαγε κάποια μηχανή με ανθρώπινη φωνή: "έχεις πάνω σου τσιγάρα;". Του έδωσε. Ο άλλος το κράτησε στην παλάμη του και το έστριβε με τα δάχτυλα. Δεν το άναβε. Χωρίς να κοιτάξει, είπε ξανά: "Άσε. Η μέρα δεν σηκώνει κι άλλο τσιγάρο". Έπειτα τίποτα. Ούτε "φύγε", ούτε "κάτσε". Μείνανε εκεί, ο ένας πλάι στον άλλο, σε στάση προσοχής για μια γυναίκα πουχε φύγει, να βλέπουν απ' το παράθυρο τον απέναντι τοίχο του στρατοπέδου να βρέχεται. Από το κασετόφωνο, όπως πάντα, παίζανε "Τα στέφανα". Έξω οι ασκήσεις συνεχίζονταν κανονικά. Έχεις πολλή ερημιά, πατρίδα μου, φτάνει για όλους.
( via )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου