// του Τζακ Κέρουακ, απόσπασμα από το βιβλίο του "στο δρόμο" //
Ο Μοντάνα Σλιμ κι εγώ αρχίσαμε να τριγυρνάμε στα μπαρ. Απ’ τα εφτά δολάρια περίπου που είχα, χάλασα τα πέντε εντελώς ηλίθια αυτή τη νύχτα. Στην αρχή, κάναμε ένα γύρο ανάμεσα σε τουρίστες μασκαρεμένους καουμπόυς, τύπους απ’ τα πετρέλαια και φαρμαδόρους, μέσα στα μπαρ, έξω απ’ τα μπαρ, στα πεζοδρόμια. Μετά παράτησα για λίγο τον Σλιμ, που τριγύρναγε στο δρόμο μ’ ένα ύφος κάπως χαμένο, όπως είχε ζαλιστεί απ’ το ουίσκυ και τη μπύρα που είχε πιει, τέτοιο ποτήρι ήταν. Τα μάτια του είχαν γυαλίσει και, σε λίγο, θα τον έπαιρναν για ολότελα ξένο με τα πράγματα. Μπήκα σ’ ένα χιλιάνικο καταγώγιο. Η σερβιτόρα ήταν Μεξικάνα και όμορφη. Έφαγα και μετά της έγραψα ένα ραβασάκι πίσω απ’ το λογαριασμό. Το καταγώγιο ήταν έρημο. Όλος ο κόσμος ήταν κάπου αλλού κι έπινε. Της είπα να δει το λογαριασμό απ’ την άλλη μεριά. Το διάβασε κι έβαλε τα γέλια. Ήταν ένα ποιηματάκι όπου της έλεγα πόσο θα ήθελα να ‘ρθει και να χαρεί τη νύχτα.
«Θα το ‘θελα, τσικίτο, αλλά έχω ραντεβού με τον φίλο μου».
«Δεν μπορείς να τον αφήσεις;»
«Όχι, όχι, δεν γίνεται», είπε θλιμμένα, και μου άρεσε πολύ ο τρόπος που το είπε.
(..)
Μπήκα στο μπαρ για να τον βρω. Ψαρέψαμε δύο κοπέλες, μια ξανθιά αρκετά νέα και μια χοντρή μελαχροινή. Ήταν βαρετές και ηλίθιες αλλά θέλαμε να τις πάρουμε. Τις πήγαμε σ’ ένα ετοιμόρροπο νάιτ-κλαμπ που ήταν έτοιμο να κλείσει κι εκεί ξόδεψα ό,τι μου απόμενε, εκτός από δύο δολάρια, σε ουίσκυ γι’ αυτές και σε μπύρα για μας. Μεθούσα και δεν έδινα μία. Όλα ήσαν θαυμάσια. Έκανα κέφι να την πάρω εκεί, μ’ όλη μου τη δύναμη. Την έσφιγγα πάνω μου και μου ‘ρχοταν να της το πω. Το κλαμπ έκλεισε και βγήκαμε όλοι να βολτάρουμε στα άθλια και σκονισμένα δρομάκια.
Τζακ Κέρουακ, από το βιβλίο του "στο δρόμο", εκδ. Πλεθρον, μτφρ.:Δ. Νικολοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου