// του Αλέξανδρου Κεσσόπουλου, απόσπασμα από άρθρο του στην Αυγή //
Ως πληρέστερο θεωρώ τον ορισμό που, εκτός από τον εθνικισμό και το ρατσισμό, απαιτεί τη συνδρομή άλλων δύο στοιχείων, προκειμένου να χαρακτηρίσει μια οργάνωση ακροδεξιά: την αντι-δημοκρατία και το ισχυρό κράτος.(1) Ακροδεξιό πολιτικό κόμμα, επομένως, είναι εκείνο που έχει ως στόχο του το μετασχηματισμό του κράτους μέσω της κατάργησης των υπαρχόντων πολιτικών θεσμών και της αντικατάστασής τους με νέους, αυταρχικής αντίληψης. Απαραίτητο συστατικό στοιχείο αυτού του πολιτικού χώρου, λοιπόν, αποτελεί και η εχθρότητα απέναντι στα κόμματα, τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και τις ατομικές ελευθερίες. Για την ακροδεξιά ιδεολογία προϋποτίθεται ότι υπάρχει ένας αδιαίρετος Λαός με ενιαίο συμφέρον, το οποίο πρέπει να εκφράζεται άμεσα από τον Ηγέτη, καθώς η ύπαρξη των πολιτικών κομμάτων και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός προκαλεί τη διαίρεση των μελών της πολιτικής κοινότητας. Σε φιλοσοφικό επίπεδο, η Αλήθεια θεωρείται μία και απόλυτη, ταυτίζεται με την κρατική βούληση και, συνεπώς, προστατεύεται από το νόμο έναντι κάθε διαφορετικής ιδέας ή πράξης που εξ αντικειμένου υπονομεύει την ενότητα του Έθνους. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η άκρα δεξιά δεν είναι πολέμια μόνο του μαρξισμού και της θεωρίας για την πάλη των τάξεων, αλλά και του φιλελευθερισμού, που πρεσβεύει τη σχετικότητα της αλήθειας και επιτρέπει στον καθένα να εκφράζει τις πεποιθήσεις του είτε σε ατομικό επίπεδο είτε μέσω της συμμετοχής του σε πολιτικές οργανώσεις.
(..)
Ενισχύθηκε ή συρρικνώθηκε η άκρα δεξιά στις πρόσφατες εκλογές;
Στις 7 Νοεμβρίου η επιρροή των ακροδεξιών ιδεών στην ελληνική κοινωνία καταγράφηκε ιδιαίτερα ενισχυμένη, καθώς ένα πολλαπλάσιο σε σχέση με το παρελθόν τμήμα του λαού συντάχθηκε με τους συνδυασμούς της Χρυσής Αυγής στην Αθήνα, που διατύπωσαν εχθρικό λόγο όχι μόνο απέναντι στους μετανάστες, αλλά και την ίδια τη λειτουργία των πολιτικών θεσμών. Από την άλλη πλευρά, έλαβε ποσοστό χαμηλότερο του αναμενόμενου το κόμμα που χρησιμοποίησε μεν μια ξενοφοβική και ρατσιστική ρητορική, αλλά επέλεξε στα κρίσιμα ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής να διαδραματίσει το ρόλο της «υπεύθυνης κοινοβουλευτικής δύναμης». Απέναντι στην ακροδεξιά απειλή, συνεπώς, δε μπορεί να επικρατήσει εφησυχασμός λόγω της καθήλωσης των ποσοστών του ΛΑ.Ο.Σ., διότι είναι σαφές ότι το εκλογικό αυτό αποτέλεσμα προέκυψε από την ουσιαστική ένταξη του κόμματος αυτού στο σύστημα διακυβέρνησης της χώρας και όχι από τη ριζοσπαστική του εναντίωση σε αυτό.
Το μέλλον της άκρας δεξιάς και τα καθήκοντα της Αριστεράς
Οι πολιτικές προοπτικές της άκρας δεξιάς εξαρτώνται κατά βάση από δύο παράγοντες: αφ’ ενός από την έκβαση της σύγκρουσης ανάμεσα στο ΛΑ.Ο.Σ και τη Χρυσή Αυγή σχετικά με την ηγεμονία στον «πατριωτικό» χώρο και αφ’ ετέρου από την αντίδραση της Αριστεράς.
Ως προς το πρώτο μοιάζει σαφές ότι για όσο διάστημα παραμένει στην ηγεσία του ΛΑ.Ο.Σ. ο Καρατζαφέρης, το κόμμα θα είναι μεν ξενοφοβικό, ίσως μάλιστα να σκληρύνει και τη στάση του τόσο απέναντι στους μετανάστες όσο και στα εθνικά θέματα, αλλά δεν πρόκειται να υιοθετήσει ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα, όπως αυτό ορίσθηκε παραπάνω. Κάτι τέτοιο θα έχει ως πιθανή συνέπεια την αλλαγή των συσχετισμών στο εσωτερικό του χώρου, καθώς η διάδοση των ακροδεξιών ιδεών στην ελληνική κοινωνία μπορεί να αρχίσει σταδιακά να κεφαλαιοποιείται από τη Χρυσή Αυγή (ή κάποια άλλη οργάνωση) που τις εκφράζει γνήσια και όχι από το κόμμα εκείνο που προσπαθεί να πατήσει ταυτόχρονα σε δύο βάρκες.
Το χρέος της Αριστεράς σε αυτή τη συγκυρία είναι να αντιληφθεί το μέγεθος της ακροδεξιάς απειλής, που είναι μεγαλύτερη από την εκλογική της καταγραφή, να ενώσει τις δυνάμεις της με κοινές πρωτοβουλίες και να μην επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Στην προσπάθειά της, δηλαδή, να αποδομεί τον κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο λόγο και να μη χάνει από τον ορίζοντά της το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, οφείλει να διατηρεί τα αντανακλαστικά της απέναντι στις δυνάμεις που δηλητηριάζουν την κοινωνία με αυταρχικές ιδέες και την καθιστούν ανεκτική απέναντι σε πρακτικές που υπηρετούν σε τελευταία ανάλυση τον ολοκληρωτισμό. Με άλλα λόγια, η πολιτική στρατηγική και οι συμμαχίες των αριστερών δυνάμεων οφείλουν να διαφοροποιούνται και να αναπροσαρμόζονται ανάλογα τόσο με το συγκεκριμένο διακύβευμα κάθε ιδεολογικοπολιτικής ή εκλογικής μάχης όσο και με το μπλοκ των αντίπαλων δυνάμεων. Σε διαφορετική περίπτωση, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος απλοϊκών αναλύσεων, οι οποίες θα προσομοιάζουν στην τριτοδιεθνιστική θεωρία του σοσιαλφασισμού και θα καθιστούν αδιαφοροποίητη τη στάση της Αριστεράς απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό και το νεοφασισμό.
*Ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Αθηνών
(1) Eatwell R. (επιμ.), Western democracies and the new extreme right challenge, Λονδίνο 2004, σ. 8-9.
Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Αυγή, 28/11/10
Ως πληρέστερο θεωρώ τον ορισμό που, εκτός από τον εθνικισμό και το ρατσισμό, απαιτεί τη συνδρομή άλλων δύο στοιχείων, προκειμένου να χαρακτηρίσει μια οργάνωση ακροδεξιά: την αντι-δημοκρατία και το ισχυρό κράτος.(1) Ακροδεξιό πολιτικό κόμμα, επομένως, είναι εκείνο που έχει ως στόχο του το μετασχηματισμό του κράτους μέσω της κατάργησης των υπαρχόντων πολιτικών θεσμών και της αντικατάστασής τους με νέους, αυταρχικής αντίληψης. Απαραίτητο συστατικό στοιχείο αυτού του πολιτικού χώρου, λοιπόν, αποτελεί και η εχθρότητα απέναντι στα κόμματα, τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς και τις ατομικές ελευθερίες. Για την ακροδεξιά ιδεολογία προϋποτίθεται ότι υπάρχει ένας αδιαίρετος Λαός με ενιαίο συμφέρον, το οποίο πρέπει να εκφράζεται άμεσα από τον Ηγέτη, καθώς η ύπαρξη των πολιτικών κομμάτων και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός προκαλεί τη διαίρεση των μελών της πολιτικής κοινότητας. Σε φιλοσοφικό επίπεδο, η Αλήθεια θεωρείται μία και απόλυτη, ταυτίζεται με την κρατική βούληση και, συνεπώς, προστατεύεται από το νόμο έναντι κάθε διαφορετικής ιδέας ή πράξης που εξ αντικειμένου υπονομεύει την ενότητα του Έθνους. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η άκρα δεξιά δεν είναι πολέμια μόνο του μαρξισμού και της θεωρίας για την πάλη των τάξεων, αλλά και του φιλελευθερισμού, που πρεσβεύει τη σχετικότητα της αλήθειας και επιτρέπει στον καθένα να εκφράζει τις πεποιθήσεις του είτε σε ατομικό επίπεδο είτε μέσω της συμμετοχής του σε πολιτικές οργανώσεις.
(..)
Ενισχύθηκε ή συρρικνώθηκε η άκρα δεξιά στις πρόσφατες εκλογές;
Στις 7 Νοεμβρίου η επιρροή των ακροδεξιών ιδεών στην ελληνική κοινωνία καταγράφηκε ιδιαίτερα ενισχυμένη, καθώς ένα πολλαπλάσιο σε σχέση με το παρελθόν τμήμα του λαού συντάχθηκε με τους συνδυασμούς της Χρυσής Αυγής στην Αθήνα, που διατύπωσαν εχθρικό λόγο όχι μόνο απέναντι στους μετανάστες, αλλά και την ίδια τη λειτουργία των πολιτικών θεσμών. Από την άλλη πλευρά, έλαβε ποσοστό χαμηλότερο του αναμενόμενου το κόμμα που χρησιμοποίησε μεν μια ξενοφοβική και ρατσιστική ρητορική, αλλά επέλεξε στα κρίσιμα ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής να διαδραματίσει το ρόλο της «υπεύθυνης κοινοβουλευτικής δύναμης». Απέναντι στην ακροδεξιά απειλή, συνεπώς, δε μπορεί να επικρατήσει εφησυχασμός λόγω της καθήλωσης των ποσοστών του ΛΑ.Ο.Σ., διότι είναι σαφές ότι το εκλογικό αυτό αποτέλεσμα προέκυψε από την ουσιαστική ένταξη του κόμματος αυτού στο σύστημα διακυβέρνησης της χώρας και όχι από τη ριζοσπαστική του εναντίωση σε αυτό.
Το μέλλον της άκρας δεξιάς και τα καθήκοντα της Αριστεράς
Οι πολιτικές προοπτικές της άκρας δεξιάς εξαρτώνται κατά βάση από δύο παράγοντες: αφ’ ενός από την έκβαση της σύγκρουσης ανάμεσα στο ΛΑ.Ο.Σ και τη Χρυσή Αυγή σχετικά με την ηγεμονία στον «πατριωτικό» χώρο και αφ’ ετέρου από την αντίδραση της Αριστεράς.
Ως προς το πρώτο μοιάζει σαφές ότι για όσο διάστημα παραμένει στην ηγεσία του ΛΑ.Ο.Σ. ο Καρατζαφέρης, το κόμμα θα είναι μεν ξενοφοβικό, ίσως μάλιστα να σκληρύνει και τη στάση του τόσο απέναντι στους μετανάστες όσο και στα εθνικά θέματα, αλλά δεν πρόκειται να υιοθετήσει ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα, όπως αυτό ορίσθηκε παραπάνω. Κάτι τέτοιο θα έχει ως πιθανή συνέπεια την αλλαγή των συσχετισμών στο εσωτερικό του χώρου, καθώς η διάδοση των ακροδεξιών ιδεών στην ελληνική κοινωνία μπορεί να αρχίσει σταδιακά να κεφαλαιοποιείται από τη Χρυσή Αυγή (ή κάποια άλλη οργάνωση) που τις εκφράζει γνήσια και όχι από το κόμμα εκείνο που προσπαθεί να πατήσει ταυτόχρονα σε δύο βάρκες.
Το χρέος της Αριστεράς σε αυτή τη συγκυρία είναι να αντιληφθεί το μέγεθος της ακροδεξιάς απειλής, που είναι μεγαλύτερη από την εκλογική της καταγραφή, να ενώσει τις δυνάμεις της με κοινές πρωτοβουλίες και να μην επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος. Στην προσπάθειά της, δηλαδή, να αποδομεί τον κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο λόγο και να μη χάνει από τον ορίζοντά της το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, οφείλει να διατηρεί τα αντανακλαστικά της απέναντι στις δυνάμεις που δηλητηριάζουν την κοινωνία με αυταρχικές ιδέες και την καθιστούν ανεκτική απέναντι σε πρακτικές που υπηρετούν σε τελευταία ανάλυση τον ολοκληρωτισμό. Με άλλα λόγια, η πολιτική στρατηγική και οι συμμαχίες των αριστερών δυνάμεων οφείλουν να διαφοροποιούνται και να αναπροσαρμόζονται ανάλογα τόσο με το συγκεκριμένο διακύβευμα κάθε ιδεολογικοπολιτικής ή εκλογικής μάχης όσο και με το μπλοκ των αντίπαλων δυνάμεων. Σε διαφορετική περίπτωση, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος απλοϊκών αναλύσεων, οι οποίες θα προσομοιάζουν στην τριτοδιεθνιστική θεωρία του σοσιαλφασισμού και θα καθιστούν αδιαφοροποίητη τη στάση της Αριστεράς απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό και το νεοφασισμό.
*Ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Αθηνών
(1) Eatwell R. (επιμ.), Western democracies and the new extreme right challenge, Λονδίνο 2004, σ. 8-9.
Αλέξανδρος Κεσσόπουλος, Αυγή, 28/11/10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου