Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

ξέχασα να παίξω

// ποστ από το blog herinna //

post by herinna about living on very low budget 

Καπνίζω το τελευταίο μου πακέτο. Αύριο πρέπει να πάω στο κέντρο υγείας να κάνω μια εξέταση αίματος για να ανανεώσω το βιβλιάριο υγείας, αυτό που λέει ότι δεν έχεις καμιά χολέρα καμιά υπατίτιδα και άρα μπορείς να δουλέψεις σε χώρους που περιλαμβάνουν εστίαση και όλα αυτά.
Το παλιό μου έληξε προ αμνημονεύτων χρόνων. Τώρα στα νοσοκομεία για κάθε εξέταση πληρώνεις πέντε ευρώ, αρχική τιμή. Μετά η ταρίφα ανεβαίνει. Στη Σύρο έβγαλα υπέρηχο θυρεοειδούς και πλήρωσα μόνο οκτώμιση. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν έχω δώσει λιγότερα για υπέρηχο. Δεν μου ζήτησαν καν το βιβλιάριο. Υπάρχει ταρίφα για όλους ανεξάρτητα βιβλιαρίου. Ο θυρεοειδής μου έχει τα μαύρα χάλια του, ένα μεγάλο όζο και ένα μικρότερο πιο δίπλα μεγάλος κι αυτός, ο πρώτος είναι συμπαγής ο άλλος άδειος, κι αυτό σημαίνει τα μαύρα χάλια. Ωστόσο το υπέρηχο αυτό δεν ήταν χειρότερο από το προηγούμενο και αυτό αυθαιρέτως μπορώ να το μεταφράσω ως παράταση χρόνου για να τα βγάλω πέρα στη δουλειά το καλοκαίρι. Όπως με βλέπω δεν το γλυτώνω το χειρουργείο το χειμώνα, αν και θα κάνω τα πάντα για να το αποφύγω. Το ότι δεν θα το γλυτώσω μου το είπε και ο ορθοπεδικός για τα γόνατα. Κι εκεί παράταση χρόνου. Βλέπεις μια λεπτή νευρική και νεάζουσα τύπισσα σαν τα μούτρα μου και λες καλά κρατιέται αυτή, μου τό' παν που να φάνε τη γλώσσα τους πάνω από τρεις εδώ πέρα και η ψυχούλα μου το ξέρει. Περπατώ και τρέμω στη σκέψη  την ώρα που κατεβαίνω τις αχ, πάμπολες σκάλες του ξενοδοχείου, πως  θα σαβουριαστώ ξαφνικά στο τελευταίο σκαλί από προδοσία γονάτων. 

Έλεγα λοιπόν πως η εξέταση για βιβλιάριο κοστίζει μάλλον πέντε ευρώ, μπορεί και παραπάνω, εγώ πάντως έχω πέντε μόνο. Και δεν με παίρνει να μην πάω να την κάνω για να πάρω τα τσιγάρα μου αύριο γιατί επιμένει η ξενοδόχα ότι πρέπει να το έχω αλλιώς θα βρουν το μπελά τους. Και πήγα στον γνωστό μου ζαχαροπλάστη της χώρας που έχει κι ένα περίπτερο μέσα στη χώρα αλλά το τρέχει ένας αλλοδαπός τώρα και του είπα, κοίτα, δουλεύω στον τάδε αλλά έπιασα τώρα δουλειά και δεν μπορώ να ζητήσω χρήματα ακόμα. Και πρέπει να παίρνω τα τσιγάρα μου κάθε μέρα αλλιώς χάθηκα. Μπορείς να μου τα δίνεις και να σε πληρώσω όταν πληρωθώ σε καμιά δεκαριά μέρες; Κι αυτός μου είπε ότι ο τύπος που τον έχει μέσα και δουλεύει, κάνει τις παραγγελίες των τσιγάρων αναλόγως των πωλήσεων και των εισπράξεων, έτσι τα πληρώνει. Και πέρσι που είχε κάτι Πακιστανούς και τους έδινε, τους μάζεψε με ένα ντου η αστυνομία όλους και μπήκε μέσα πεντακόσια ευρώ που τα πλήρωσε από την τσέπη του κι από τότε δεν δίνει.
Καλά του λέω, δεν πειράζει καταλαβαίνω, θα προσπαθήσω να πάρω μια προκαταβολή. Και λέω στην ξενοδόχα. Ξέρεις κυρία τάδε, δεν έχω λεφτά να κάνω την εξέταση αύριο. Ε πόσο κάνει; πέντε ευρώ; δεν είναι πολλά. -Δεν ξέρω πόσο κάνει αλλά δεν έχω καθόλου λεφτά και δεν μπορώ ούτε τσιγάρα να αγοράσω. -Ε καλύτερα, να το κόψεις κι όλας μου λέει αυτή. -Δεν θα με αναγκάσει η ανέχεια να κόψω το τσιγάρο, αντίθετα θα με κάνει πιο φανατική, αν όταν το κόψω θα είναι αποτέλεσμα δικής μου απόφαση κι όχι λόγοι ανωτέρας βίας. Αλλιώς με βλέπω να τη στήνω απέναντι από την ταβέρνα και να ζητάω τσιγάρα από αυτούς που έρχονται και φεύγουν. -Όχι προς Θεού, λέει η κυρία τάδε, να πας στον άντρα μου να σου δώσει λεφτά για την εξέταση και για τσιγάρα. Και πήγα το βράδυ στο άλλο του μαγαζί και τον βρήκα το σύζυγο, το και το θέλω λεφτά για την εξέταση κύριε τάδε μας. Και βγάζει και μου δίνει ο άνθρωπος είκοσι ευρώ και μου λέει θέλεις άλλα; Του λέω όχι για την ώρα, θα σας πω όποτε είναι. Και κάνω υπολογισμούς. 4 ευρώ το πακέτο επί τρεις μέρες, δεκαπέντε. Και πέντε που είχα από πριν, τέσσερις μέρες. Και πέντε που περισσεύουν από το εικοσάρικο, είναι για το νοσοκομείο. Αν μου ζητήσουν περισσότερα θα τους πω δεν έχω μαλάκηδες, κάντε μου την εξέταση τώρα. Πάει κι αυτό το τακτοποιήσαμε. Ελπίζω δέκα δέκα, είκοσι είκοσι να μου δίνει ο κύριος τάδε μας, κατά καιρούς να παίρνω τα τσιγάρα μου και στις δεκαπέντε να μου δώσει κάτι περισσότερο. Αλλά δεν το βλέπω. Στο ξενοδοχείο δεν υπάρχει ψυχή. Ένα δωμάτιο όλο κι όλο και αυτό να ξέρετε κουράζει τον εργαζόμενο περισσότερο από όταν έχει δουλειά. Γιατί σου βρίσκουν κάτι χοντροδουλειές που δεν θα έκανες σε άλλη περίσταση διότι δεν υπάρχει χρόνος για τις χοντροδουλειές όταν τρέχεις για όλα τα άλλα. Και σου ανοίγουν κάτι χώρους κλειστούς, λερούς και μουχλιασμένους που αποπνέουν δυσωδία και είναι γεμάτοι σκουπίδια και ζουζούνια και σου λένε, καθάρισε εδώ. Και είναι τσιμέντο γεμάτο άμμο κάτω από τα σκουπίδια και σηκώνεται η ρημάδα και μπαίνει παντού μέσα στα ρούχα και στη μύτη σου απολύμανση χρειάζεσαι από πάνω μέχρι κάτω μετά. Κι όταν τελειώσεις από κει και πας να πάρεις ανάσα, πριτς, έκπληξη! έχουν κι άλλη πόρτα σφραγισμένη, αυτή. Και κάνει μια και ανοίγει τη δεύτερη σφραγισμένη πόρτα και μια από τα ίδια. Και πήγαινε στο ισόγειο και φέρε μου την αρμαθιά με τα κλειδιά και ξαναπήγαινε και φέρε μου ένα μπουκαλάκι με λιπαντικό να βάλω στις κλειδαριές και ξαναπήγαινε και φέρε μου την άλλη αρμαθιά, και ξαναπήγαινε να δεις αν έφτυσα. Και πας από τρίτο στον δεύτερο και μετά ισόγειο και μετά στον τρίτο, δεύτερο, πρώτος, τρίτο, ισόγειο. Έτσι για γυμναστική μιας και της κυρίας τάδε κάποιος της χάλασε τον απογευματινό καφέ με τη φίλη της γιατί πήγε και χρησιμοποίησε το πλυντήριο και το μπούκωσε και αφού έχασε τον καφέ την κέρδισα εγώ όλο το απόγευμα.
Όλα καλά. Λεφτά για τη σκόνη που πίνω για τα γόνατα δεν έχω αλλά θα βάλω βολταρέν, από αυτό έχω ακόμα. Κι άμα τα παραδώ μπαστούνια θα πάρω τηλέφωνο τη Μαρίτσα και θα της πω στείλε μου τσιγάρα με κούριερ.
Ούτε φαγητό έχει το ξενοδοχείο, μόνο πρωινά βγάζει. Είχα αγοράσει κάτι λίγα, πατάτες, ντομάτες, κανα δυο κολοκύθια και έφτιαξα ένα μπριάμ χθες κι έφαγα και σήμερα και έχω όσες φρυγανιές θέλω και γάλα και βούτυρα και μαρμελάδες και ζαμπόν και τυριά, φρι όλα, αλλά δεν κάνει να τα φάω. Νέβερ μάιντ μόλις μου τελειώσουν οι ντομάτες σε αυτά θα καταλήξω.
Που θα πάει; Πόσοι αιώνες θα περάσουν μέχρι την πρώτη πληρωμή με εμένα να παριστάνω τον σκαιλάντερ τέτοιο; θα πληρωθώ. Όταν θα πληρωθώ θα φάω ανθρώπινα και θα αγοράσω και δυο κούτες τσιγάρα που θα τις ανοίξω όταν δεν θα έχω λεφτά να παίρνω το καθημερινό μου πακέτο. Αυτό θα κάνω.
Όταν ήμουν μικρή διάβαζα ένα κόμικ, το Σεραφίνο. Ήταν ένας φουκαράς πάμπτωχος που μονίμως  πεινούσε και έβραζε τις σόλες από παπούτσια που έβρισκε για να φτιάξει σούπα. Δεν υπάρχουν αυτά τα πράγματα, μόνο στα παιδικά βιβλία συμβαίνουν, έλεγε η μάνα μου όταν της έλεγα για τις δυστυχίες του καημένου Σεραφίνο. Λες κι εμείς τρώγαμε με δέκα μασέλες, που πηγαίναμε κάθε δεύτερη Κυριακή κρέας στο φούρνο και τις άλλες τρώγαμε τα παξιμάδια που είχε φτιάξει η μάνα μου από το ψωμί που περίσσεψε, τα βρέχαμε και τους βάζαμε πάνω ζάχαρη ή λάδι και ρίγανη. Αυτό δεν το λέω με παράπονο γιατί δεν ξέραμε τι τρώει ο άλλος κόσμος και κάθε μέρα η μάνα μου έφτιαχνε κι ένα φαγητό, διαφορετικό, μακαρονάκι σούπα ή πατάτες τηγανητές με αυγά, ή μακαρόνια με σάλτσα, ή ντολμάδες με ρύζι που αγοράζαμε και αμπελόφυλλα που μαζεύαμε από τη γειτονιά. Μια χαρά τη βγάζαμε. Δεν μας παίρναγε από το νου πως έχουμε κάποια σχέση με τον Σεραφίνο. Αυτός μόνιμα πεινούσε εμείς τρώγαμε κάθε μέρα. Κι αφού κατά γενική ομολογία η μάνα μου ήταν η καλύτερη μαγείρισσα, γύρευε τι τρώγαν οι άλλοι στα σπίτια τους που δεν είχαν την καλύτερη μαγείρισσα κι όλας να τους  τα φτιάχνει.
Σήμερα της πήγα χόρτα ραδίκια για δυο πιάτα, τα άλλα δυο πιάτα τα μαγείρεψα χθες εδώ και το μισό μπριάμ από αυτό που έφτιαξα.
Οι πούστηδες στην ταβέρνα απέναντι έβγαλαν έξω μια ψησταριά και ψήνουν κοτόπουλα και παϊδια. Είμαι πέντε μέρες εδώ, ακριβώς μέσα στα μάτια τους και είναι και αδελφός της καλής μου κυρίας ο μαλάκας και ένα μεζέ δεν είπε να φέρει ένα βράδυ, αλλά τι λέω, εδώ ακόμα δεν μου έχουν πει μια καλησπέρα, συμπεριφέρονται σαν κατάσκοποι και παρακολοθούν εξ αποστάσεως τις κινήσεις μου. Χέστηκα για τα κοψίδια, αν και φαίνεται καθαρό μέρος, αλλά μ' ενοχλεί η τόση μεγάλη αδιαφορία. Χέστηκα και γι' αυτήν.
Μου είπε ο ξενοδόχα μια μέρα, Αν χρειαστείς κάτι το βράδυ που είσαι μόνη σου, πήγαινε απέναντι και ζήτα το, είναι αδελφός μου. Κι αν κάτσεις να φας κάποια εκεί, θα πληρώσεις πολύ λίγα γιατί σε βλέπει εδώ που δουλεύεις, όλα τα παιδιά μας εδώ που πήγαιναν εκεί κι έτρωγαν πλήρωναν συμβολικά και πολλές φορές δεν πλήρωναν αν είχαν να τους δώσουν της προηγούμενης μέρας φαγητό.
Δεν τρώω της προηγούμενης μέρας φαγητό εκτός κι αν το έχω μαγειρέψει εγώ. Και δεν θέλω ούτε την ειδική τους τιμή. Την να την κάνω την τιμή αφού δεν έχω  φράγκο οεο;
Καλά είμαι. Είναι γεγονός ότι κραμπ ξεκράμπ δεν θα πεινάσω τουλάχιστον. Ο καλός κύριος τάδε, θα μου δίνει ίσως λίγα μικρά έναντι για τα τσιγάρα μου. Καλά είμαι. Έχω και τζάμπα ίντερνετ. Άμα μου τη δώσει κλειδώνω και πάω μια βόλτα στην παραλία. Σε λίγες μέρες θα έχω διανυχτέρευση στη ρεσεψιόν δεν ξέρω αν θα μπορώ να το κάνω. Αλλά μαγιό θ' αγοράσω σε πρώτη ευκαιρία. Τα είδα είκοσι ευρώ. Αλλά υπάρχει και κινέζικο στην αγορά. Σίγουρα εκεί θα τα βρω φθηνότερα. Τα μεσημέρια θα την κοπανάω για κανένα δύωρο. 
Υπάρχει μια υπεράνω σκέψη σε όλα αυτά. Ζω στο νησί που μεγάλωσε κι έζησε τα τελευταία σαράντα χρόνια ο πατέρας μου. Περνάω από τα μαγαζιά που χόρεψε, βλέπω τους ανθρώπους που μαζί γλεντούσανε, είναι και ο καλός μας κύριος τάδε ένας απ' αυτούς, μυρίζω ακόμα αυτά που μύριζα από παιδί, περπατώ στα δρομάκια και μου μιλούν, στο χωριό όταν πηγαίνω χαιρετώ καμιά εικοσαριά ανθρώπους μέχρι να φτάσω στο σπίτι. Βέβαια, τώρα τελευταία η καμπάνα χτυπάει πένθιμα για ανθρώπους της γενιάς μου. Μας τέλειωσαν οι γιαγιάδες και οι παπούδες. Ρε όταν θα τα τινάξω, θα χτυπήσει και για μένα η καμπάνα εδώ. Είτε είμαι εδώ είτε στην Αθήνα. Όταν λέει ζεις στην Αθήνα, χτυπάει μόνο η μεγάλη της κεντρικής εκκλησίας του χωριού, γιατί υπάρχουν και καμιά πενηνταριά άλλες εκκλησίες, όταν ζεις στο χωριό, χτυπάει και το παραδίπλα καμπανάκι.
Καλά. Ας περιμένει κι αυτό.
Παίρνω ένσημα ημιαπασχόλησης για τέσσερις ώρες δουλειά, δουλεύω επί της ουσίας όλη τη μέρα, δεν έχω ωράριο, εκτός από δυο τρεις ώρες το μεσημέρι που πηγαίνω για ξεκούραση, τώρα ακόμα μετά δεν ξέρω. Ίσως δεν καταφέρω να πάρω πάνω από διακόσια ευρώ ταμείο το χειμώνα. Μισά ένσημα μισό ταμείο. Θα δούμε.
Είχα την πρώτη μεταφρασμένη έκδοση του βιβλίου του Ντοστογιέφσκι "οι πτωχοί". Ήταν το πρώτο που έγραψε. Μου το έφαγε ένας κουλτουριάρης σκηνοθέτης που το πήρε να το χρησιμοποιήσει για ένα έργο. Εκεί ένας τύπος που αγαπούσε μια φτωχή κοπέλα, φτωχός και ο ίδιος, της έγραφε κάθε μέρα τις συνθήκες διαβίωσης του, και τα γεγονότα από τη δουλειά του και της έλεγε να κάνει κουράγιο, απέναντι έμεναν αλλά δεν είχε το δικαίωμα να πηγαίνει στο σπίτι της και βλέπονταν κρυφά. Τόσα πολλά πράγματα για τους πτωχούς, μόνο ένας πραγματικά φτωχός πρέπει να τα γνώριζε, και ναι ήταν πολύ φτωχός την εποχή που το έγραφε ο Ντοστογιέφσκι.
Αυτό εδώ όλο τώρα που έγραψα, αν το έβαζα επάνω σε ένα χαρακτήρα αντί να το γράφω ως ημερολόγιο, να τα λέω με το στόμα ενός άλλου δηλαδή, θα ήταν λογοτεχνία βαρβάτη, ενώ τώρα είναι ένα απειροελάχιστο, από τα βάσανα του κόσμου. Ας είναι. Πες πως μαζεύω υλικό. Ποτέ δεν ξέρεις τι στροφές θα πάρει το μυαλό όταν βρεθείς σε απόσταση από αυτό που ζεις.
Είναι ώρα να σχολάσω, δηλαδή ώρα ύπνου.
Φιλώ σας.
ΥΓ. Ξέχασα να παίξω φυσαρμόνικα. Αύριο οπωσδήποτε θα κάνω εξάσκηση. 

(via)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου