Άπλωνε τα χέρια του κι αγκάλιαζε τον κόσμο. Όχι. Μόνο την αγαπημένη του, που στεκόταν πάνω από το κρεβάτι του. Έσπαζε στη γλώσσα του φθόγγους γλυκούς σαν πετιμέζι και ανάσες με πολλά φωνήεντα. Τα μάτια του ήταν μέσα στα δικά της. Κάποιες φορές πέρναγε τον αντίχειρά του, ισχνό, αποστεωμένο, πάνω στα βλέφαρά της. Εκείνη κάθε μεσημέρι τον τάιζε. Μυρωδιές ξεχύνονταν και το κάρι μας λίγωνε όλους. Όχι αυτόν. Μικρές μπουκιές κατέβαιναν τον ουρανίσκο του. Σαν ανάμνηση του χωριού του. Την κοίταζε εκστατικά κι εκείνη ανέβαζε το σάρι. Μια συστολή δικιά τους. Δεν είχαμε μερίδιο. Ούτε δικαίωμα. Ύστερα, γύρναγε στον πόνο. Ανάμεικτο με αγάπη. Της μιλούσε συνέχεια. Κι εκείνη του βάσταγε τα χέρια πάνω στο στέρνο. Σπάζοντας φθόγγους γλυκούς σαν πετιμέζι. Τα χείλη του ήταν ξερά. Δεν τον φίλησε ποτέ δημόσια. Μπροστά σε όλους μας. Αιδημοσύνη. Από τις παλιακές, που έχουμε ξεχάσει. Τα μεσημέρια ερχόταν ο θείος του και του έλεγε ιστορίες. Νομίζω δεν τις άκουγε. Τις ένιωθε. Τρανταζόταν και σήκωνε τα χέρια. Εκείνη σε μια γωνιά ετοίμαζε ένα ακόμη πιάτο φαί. Προαιώνια λειτουργία. Στη σάρκα της. Όπως είχε μάθει. Κι ύστερα τον έπλενε, αργά, τελετουργικά, τιμώντας κάθε πόντο πόνου κι αγάπης. Σιωπηλά. Το απόγευμα ξανασήκωσε τα χέρια του. Τα πέρασε από το μέτωπό της. Και δεν ξαναμίλησε. Ούτε φθόγγοι. Ούτε πετιμέζι.
Υ.Γ. Ο Ικμπάρ, από το Πακιστάν, πέθανε δίπλα μου, από λέμφωμα, φέτος το Γενάρη. Του το χρώσταγα.
Υ.Γ. Ο Ικμπάρ, από το Πακιστάν, πέθανε δίπλα μου, από λέμφωμα, φέτος το Γενάρη. Του το χρώσταγα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου