// του Καίσαρα Εμμανουήλ - Contrabbando //
Πάνε πέντε μήνες που παλεύω με κάτι κύματα-βουνό, σε μια σχεδία που έφτιαξα με τα χεράκια μου - προσωπική εργασία ωρών και ορών σε δωμάτια νοσοκομείων- να ξεφύγω από μια αρρώστια- Κύκλωπα που με κυνηγάει, μονόφθαλμη, χωρίς οίκτο από σπηλιά σε σπηλιά. Κι άντε να ανασύρεις τους μύθους που σε ταξίδεψαν όλα τα προηγούμενα χρόνια και τις μαγγανείες που έμαθες στα νησιά της Κίρκης και των Λωτοφάγων για να την ξορκίσεις. Δύσκολο ταξίδι... Γιατί, τόσον καιρό μέσα στην αλμύρα, οι αρμοί και τα παλαμάρια χαλάρωσαν και τα πανιά θέλουν ξανά ράψιμο και μπάλωμα. Και με τούτα και με τα άλλα, στην πρώτη ξέρα που βρίσκεις, λίγο έξω από τις Συμπληγάδες, αράζεις. Και δεν έχεις όρεξη να στείλεις πουλιά να δεις αν θα περάσουν αλώβητα από τη δίοδο κι αν θα επαληθευτούν οι οιωνοί. Και μην πολυπιστεύετε το γνωστό παραμύθι ότι όλοι οι σύντροφοι είναι νεκροί. Είναι δίπλα σου σιωπηλοί και περιμένουν το νεύμα σου για τη συνέχεια του ταξιδιού, σε πιο μακρινές θάλασσες, όχι κατ' ανάγκη στην Ιθάκη. Και δεν έχεις να τους πεις και πολλά πράγματα από την κάθοδό σου στον Άδη- που να τους μπλέκεις με μεταφυσικές αλληγορίες της αγρύπνιας. Άσε που δε συνάντησες και κανέναν αξιόλογο νεκρό να τον κεράσεις με το αίμα που μάζευες χρόνια μέσα στις νύχτες...Για αυτό κάθισα σταυροπόδι στην ξέρα μου και μαζεύω τις μποτίλιες από το πέλαγος - για ανακύκλωση, όπως επιτάσσει και το πνεύμα της εποχής. Χωρίζω τα μικρά χαρτάκια με τα μηνύματα ελπίδας από το γυαλί, ματίζω τα δίχτυα μου για την ψαριά της ημέρας, και περιμένω, μηρυκάζοντας τα αποθέματα υπομονής στο καινούριο μου μισό στομάχι, τον Αίολο με την άσπρη μπλούζα του να ξεπεράσει τα γραφειοκρατικά κωλύματα και να ξαμολήσει τους ανέμους του. Ούριους... Ως τότε, στις ξέρες, αδερφές μου, στις ξέρες...
Υ.Γ.1: Άγγιξα ξανά τα μαύρα λιθάρια των Μυκηνών και πήρα δύναμη από την αρχαία αιμομικτική βροχή, άφησα τη φωνή μου να κυλιστεί στα μάρμαρα του θεάτρου της Επιδαύρου, αλλά δεν ανέβηκα στο Παλαμήδι- δεν είναι εποχή για βενετσιάνικες φυλακές...
Υ.Γ.2: Το χέρι της καλής μου στο παλιό πατζουρόφυλλο- προσκέφαλο, καθώς κοιμάται κουρασμένη, τα τάματα με τον Τοσκαλούσα και τον Αντώνη στη στοά με τις ρακές, κάπου στο κέντρο της πόλης, οι ζεστές κουβέντες στο Nixon και το MG,το μοίρασμα ψυχής και αναμνήσεων με το Γιάννη και την Έφη πάνω από μια enchilada στον Μεξικάνο- αυτές είναι οι εικόνες ενός "αστικού μύθου" που παράτησε την πίπα με το όπιο, όταν κατάλαβε ότι υπάρχει ανάγκη για αναβολικά στον τόπο αυτό και δε φτάνουν για όλους.
Υ.Γ.3: Καμιά γυναίκα που φεύγει με ένα στίχο για καληνύχτα στα όνειρά της δεν είναι "καληνυχτάκισσα"...
Πάνε πέντε μήνες που παλεύω με κάτι κύματα-βουνό, σε μια σχεδία που έφτιαξα με τα χεράκια μου - προσωπική εργασία ωρών και ορών σε δωμάτια νοσοκομείων- να ξεφύγω από μια αρρώστια- Κύκλωπα που με κυνηγάει, μονόφθαλμη, χωρίς οίκτο από σπηλιά σε σπηλιά. Κι άντε να ανασύρεις τους μύθους που σε ταξίδεψαν όλα τα προηγούμενα χρόνια και τις μαγγανείες που έμαθες στα νησιά της Κίρκης και των Λωτοφάγων για να την ξορκίσεις. Δύσκολο ταξίδι... Γιατί, τόσον καιρό μέσα στην αλμύρα, οι αρμοί και τα παλαμάρια χαλάρωσαν και τα πανιά θέλουν ξανά ράψιμο και μπάλωμα. Και με τούτα και με τα άλλα, στην πρώτη ξέρα που βρίσκεις, λίγο έξω από τις Συμπληγάδες, αράζεις. Και δεν έχεις όρεξη να στείλεις πουλιά να δεις αν θα περάσουν αλώβητα από τη δίοδο κι αν θα επαληθευτούν οι οιωνοί. Και μην πολυπιστεύετε το γνωστό παραμύθι ότι όλοι οι σύντροφοι είναι νεκροί. Είναι δίπλα σου σιωπηλοί και περιμένουν το νεύμα σου για τη συνέχεια του ταξιδιού, σε πιο μακρινές θάλασσες, όχι κατ' ανάγκη στην Ιθάκη. Και δεν έχεις να τους πεις και πολλά πράγματα από την κάθοδό σου στον Άδη- που να τους μπλέκεις με μεταφυσικές αλληγορίες της αγρύπνιας. Άσε που δε συνάντησες και κανέναν αξιόλογο νεκρό να τον κεράσεις με το αίμα που μάζευες χρόνια μέσα στις νύχτες...Για αυτό κάθισα σταυροπόδι στην ξέρα μου και μαζεύω τις μποτίλιες από το πέλαγος - για ανακύκλωση, όπως επιτάσσει και το πνεύμα της εποχής. Χωρίζω τα μικρά χαρτάκια με τα μηνύματα ελπίδας από το γυαλί, ματίζω τα δίχτυα μου για την ψαριά της ημέρας, και περιμένω, μηρυκάζοντας τα αποθέματα υπομονής στο καινούριο μου μισό στομάχι, τον Αίολο με την άσπρη μπλούζα του να ξεπεράσει τα γραφειοκρατικά κωλύματα και να ξαμολήσει τους ανέμους του. Ούριους... Ως τότε, στις ξέρες, αδερφές μου, στις ξέρες...
Υ.Γ.1: Άγγιξα ξανά τα μαύρα λιθάρια των Μυκηνών και πήρα δύναμη από την αρχαία αιμομικτική βροχή, άφησα τη φωνή μου να κυλιστεί στα μάρμαρα του θεάτρου της Επιδαύρου, αλλά δεν ανέβηκα στο Παλαμήδι- δεν είναι εποχή για βενετσιάνικες φυλακές...
Υ.Γ.2: Το χέρι της καλής μου στο παλιό πατζουρόφυλλο- προσκέφαλο, καθώς κοιμάται κουρασμένη, τα τάματα με τον Τοσκαλούσα και τον Αντώνη στη στοά με τις ρακές, κάπου στο κέντρο της πόλης, οι ζεστές κουβέντες στο Nixon και το MG,το μοίρασμα ψυχής και αναμνήσεων με το Γιάννη και την Έφη πάνω από μια enchilada στον Μεξικάνο- αυτές είναι οι εικόνες ενός "αστικού μύθου" που παράτησε την πίπα με το όπιο, όταν κατάλαβε ότι υπάρχει ανάγκη για αναβολικά στον τόπο αυτό και δε φτάνουν για όλους.
Υ.Γ.3: Καμιά γυναίκα που φεύγει με ένα στίχο για καληνύχτα στα όνειρά της δεν είναι "καληνυχτάκισσα"...
Ενα εξαιρετικό κείμενο. Μακάρι να μη το ειχες ζήσει. Μακάρι να μη το καταλαβαιναμε. Ομως, έγινε. καλή δύναμη
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν κατάλαβα χριστό. Ωραίο κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφή