// απόσπασμα από το βιβλίο του Μίλαν Κούντερα, «Κωμικοί Έρωτες» //
Έπειτα τελείωσαν όλα. Ο νεαρός τραβήχτηκε από την κοπέλα και, φτάνοντας το μαύρο κορδόνι που κρεμόταν πάνω απ’ το κρεβάτι, έσβησε το φως. Δεν ήθελε να βλέπει το πρόσωπό της. Ήξερε πως το παιχνίδι είχε τελειώσει, αλλά δεν είχε καμία διάθεση να επιστρέψει στην κανονική τους σχέση. Τη φοβόταν αυτή την επιστροφή. Ήταν ξαπλωμένος πλάι στην κοπέλα στα σκοτεινά, έτσι όμως που να μην αγγίζονται τα κορμιά τους.
Έπειτα από λίγο άκουσε τα πνιχτά αναφιλητά της ▪ το χέρι της άγγιξε το δικό του με μια δειλή, παιδιάστικη κίνηση ▪ τον άγγιξε, τραβήχτηκε, τον ξανάγγιξε, κι έπειτα, μέσα απ’ τα αναφιλητά, ακούστηκε μια ικετευτική φωνή που τον φώναζε με τ’ όνομά του κι έλεγε: «Είμαι εγώ, είμαι εγώ…»
Ο νεαρός σώπαινε, έμενε ακίνητος και συνειδητοποιούσε τη θλιβερή κενότητα της διαβεβαίωσης της κοπέλας του, όπου το άγνωστο οριζόταν διά του αγνώστου.
Τα αναφιλητά έδωσαν τη θέση τους σ’ ένα ηχηρό κλάμα ▪ η κοπέλα επαναλάμβανε συνέχεια αυτήν την συγκινητική κενολογία: «Είμαι εγώ, είμαι εγώ, είμαι εγώ…»
Τότε ο νεαρός αποφάσισε να καλέσει σε βοήθεια τη συμπόνοια (και χρειάστηκε να την καλέσει από μακριά, γιατί δε βρισκόταν πουθενά εκεί κοντά), για να μπορέσει να παρηγορήσει την κοπέλα. Είχαν άλλες δεκατρεις μέρες διακοπές μπροστά τους.
Μίλαν Κούντερα, Κωμικοί Έρωτες – ( εκδ. βιβλιοπωλείο της Εστίας, μτφρ: Γ. Χάρης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου