// απόσπασμα από το ποστ του Θας, "οι γυναίκες των άλλων" //
Η παρέα διαλύεται, μερικά ζευγάρια έχουν φύγει– μαζί τους κι εκείνη. Συνεχίζουμε να παραγγέλνουμε μπύρες ενώ η Μ. γέρνει νυσταγμένη στον ώμο μου. Δεν έχουμε φακό. Σηκώνομαι να ψάξω για μπακάλικο, παραπατώντας. Γυρίζω όλη τη χώρα της Φολεγάνδρου ώσπου φτάνω σ’ ένα σημείο απ' όπου φαίνεται η θάλασσα. Ανασαίνοντας βαθιά τον παγωμένο αέρα τους βλέπω στο πεζούλι της εκκλησίας: στέκεται μπροστά του με ανοιχτά πόδια και του κρατά το κεφάλι με τα χέρια. Γυρίζω και φεύγω απότομα, δυστυχισμένος.
***
Με τον Δημήτρη, αποβιβαζόμαστε κατάκοποι στο λιμάνι της Αμοργού και παρατάμε τα πράγματα στη μέση. Ο λιμενικός κινείται προς το μέρος μας χειρονομώντας: γκόου, μούβ, μας φωνάζει. Μετακινούμαστε απρόθυμα στην άκρη καθώς το Ρομίλντα ανεβάζει τον καταπέλτη. Η Β. και ο φίλος της αγκαλιασμένοι, μας χαιρετούν απ’ το κατάστρωμα με μανία. Το φόρεμά της ανεμίζει ψηλά ως το εσώρουχο. Σηκώνω το χέρι σ' έναν τελευταίο αποχαιρετισμό που συμπίπτει με την εκκωφαντική αναχώρηση του πλοίου.
( via )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου