Βιάστηκες, Χαφέζ. Μπορώ να σε αποκαλώ με αυτό το όνομα; Μη μου θυμώσεις. Εδώ σε έχουν καταχωρίσει ως "28χρονο, αγνώστων στοιχείων". Παράξενο να ξέρεις την ακριβή ηλικία κάποιου και όχι το όνομά του.
Βιάστηκες, λοιπόν, Χαφέζ. Έπρεπε να ρωτήσεις. Θα μου αντιγυρίσεις: "Ποιον;". Δίκαιο. Σε αυτή τη μεγαλούπολη, μόνοι μας φτιάχνουμε διαλόγους μόνοι μας δίνουμε και τις απαντήσεις. Έπρεπε όμως να ρωτήσεις τι συμβαίνει όταν ο άνθρωπος γίνεται λαμπάδα.
Έστω εκείνους τους θιβετιανούς μοναχούς με τα πορτοκαλιά άμφια, που τόσο ταιριάζαν -χρωματικά τουλάχιστον- στη φωτιά. Θα σου έλεγαν πως μετά από χρόνια η απόγνωση γίνεται mainstream γυμναστική για τα τσάκρα και σανταλόξυλα για δυο ευρώ στην Ερμού.
Βιάστηκες, Τζελαλετίν Ρουμί. Έπρεπε να ρωτήσεις.
Έστω τον Γιαν Παλάτς, τον πρώτο ανθρώπινο δαυλό. Θα σου έλεγε πως τα τανκ περνάνε πάντα στο τέλος και δεν έχει νόημα να γίνεις πλατεία να παρελαύνουν βήματα πάνω στο ιστορικό πλακόστρωτο κορμί σου, όταν εσύ δε θα είσαι εκεί.
Βιάστηκες, Σααντί μου. Έπρεπε να ρωτήσεις.
Έστω τον Κώστα Γεωργάκη, λίγο πριν ανάψει το σπίρτο στα βρεγμένα από βενζίνη ρούχα του. Στη Γένοβα. Στην πλατεία Ματεότι. "Ματαιότης", θα σου έλεγε. "Δεν είμαι ήρωας, ίσως ένας άνθρωπος με περισσότερο φόβο".
Αλλά, βιάστηκες, Φερεϊντούν μου. Και σε τόσο λάθος χώρα. Εδώ νικάμε τους Πέρσες σε όλα τα μαθήματα ιστορίας. Χρόνια τώρα. Από τις Θερμοπύλες, έξω από τα άγονα χωράφια της Σκάρφειας και τα ψαράδικα του Αγίου Κωνσταντίνου. Από τη Σαλαμίνα και τα φουρνάρικα και τα κωλόμπαρά της. Από εκείνο το γαμημένο όρος Αιγάλεω. Πολύ κοντά στο Πέραμα. Εκεί που ζυμώνουμε τη φτώχεια μας και το ρατσισμό μας και τον πουλάμε σε δουλίτσες στη ναυπηγοεπισκευαστική και στα κάλπικα cd. Γιατί είμαστε οι 300. Τόσοι ακριβώς. Μπόσικοι. Ούτε ένας παραπάνω.
Βιάστηκες, Ναντέρ. Έβγαλες, άραγε, στα φωτογραφεία της Γερανίου, εκείνη την όμορφη πόζα με το γαλάζιο προκάτ στερέωμα να στείλεις στους δικούς σου; Αυτή με το δανεικό κουστούμι, Κυριακή πρωί, εννοώ. Να τη δείχνουν, να κερνάνε τσάι και μαλεμπί τους γείτονες. Αυτήν που ξεπλήρωσες πουλώντας τηλεκάρτες και κινέζικες πατσαβούρες.
Βιάστηκες, όμως, να γίνεις σέλας. Στο ξημέρωμα της πιο μεγάλης νύχτας του χρόνου. Αυτής που ζούμε χρόνια τώρα, εννοώ, όχι του χειμερινού ηλιοστασίου.
Βιάστηκες, εσύ που σε ονομάζω με ονόματα Περσών ποιητών, γιατί η ειδησεογραφία και ο πολιτισμός μου σε ήθελε ανώνυμο. Να αυτοπυρποληθείς στη συμβολή ενός Αγίου που δε μας μελετά πια και ενός δρόμου που αρχίζει από το αιώνιο παράπονο. Δεν ξέρω ποια απόγνωση. Υποψιάζομαι, αλλά δεν είναι αρκετό. Επειδή είναι και δική μου.
Συγνώμη. Δεν είναι όμορφος ο κόσμος μας πια, Ομάρ μου, Παχλεβί μου, Ραφσαζανί μου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου