Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

#15 "Φανέλες στις φαβέλες του Αλδεβαράν" [Επιστρέφοντας τα δώρα...]

Όταν έρχεται στο προσκήνιο μια αθλητική επιτυχία- καλήν ώρα όπως η χθεσινή πρόκριση της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας του 2014- νομοτελειακά συγχρονίζεται η μεγάλη εθνική χορωδία και ο θίασος παρουσιάζει επί σκηνής τη γνωστή "Συμφωνία του Περιούσιου Λαού" σε γαλανόλευκο λα ματζόρε. Τα κόρνα, κυρίως, εξακοντίζουν πάνω από τα κεφάλια μας το "προικισμένο ελληνικό DNA", τα τύμπανα χτυπούν στο ρυθμό της "αθάνατης ελληνικής ψυχής" και οι τρομπέτες σφυρίζουν τις νότες της "εθνικής περηφάνειας".
Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό και την εθνοβαβούρα, προτιμώ να αποσύρομαι και να ξαναδιαβάζω μια μικρή διδακτική ιστορία από τη συνάντηση του Σεφέρη και του Καββαδία, όπως τη διασώζει ο Μήτσος Κασόλας:
"Το 1954, ο Γιώργος Σεφέρης, καταξιωμένος ποιητής και διπλωμάτης, ήταν πρέσβης στη Βηρυτό, όπου βρισκόταν, προσωρινά ξέμπαρκος, κι ο Νίκος Καββαδίας. Ο Σεφέρης θα πήγαινε στην Πρεσβεία για μια από τις εθνικές μας επετείους. "Άσε να σε πάω εγώ", του είπε ο Καββαδίας. Μπήκαν σε μιαν άμαξα και σε όλην τη διαδρομή ο Σεφέρης αγόρευε με επική διάθεση για το μείζονα ελληνισμό που διατηρεί ζωντανή εκτός συνόρων την εθνική ψυχή, το σπουδαίο ελληνικό πολιτισμό και την ελληνικότητα των περιοχών της ανατολικής Μεσογείου. Ο Καββαδίας τον άκουγε σιωπηλός. Κάποια στιγμή ζητά από τον οδηγό να τους περάσει από μια συγκεκριμένη περιοχή. Τον πηγαίνει σε ένα δρόμο πήχτρα στις ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια. Ο Σεφέρης εκστασιάζεται και ρητορεύει για την απτή τεκμηρίωση των λεγομένων του. "Εδώ είναι Ελλάδα", φωνάζει, "δεν τον ήξερα αυτόν το δρόμο". "Είναι τα μπορντέλα της Βηρυτού", του απαντά ο Καββαδίας. "Κύριε", απευθύνεται θυμωμένος ο Σεφέρης στον Καββαδία, "ή εσείς θα κατεβείτε από το αμάξι ή εγώ". Κατέβηκε ο θαλασσινός".
Η ιστορία θα μπορούσε να τελειώνει εδώ. Κάθε φορά, όμως, που φέρνω στο μυαλό μου αυτή τη διήγηση, μου έρχεται στο μυαλό -θες από το αραβικό του όνομα θες από τη θαλασσινή του υπόσταση- το άστρο του Αλδεβαράν. Πολύ πιστέψαμε σε τούτη τη γωνιά -μάλλον εξαιτίας της "γενιάς του '30"- στον Ήλιο τον Ηλιάτορα και την ευλογία του, στον Ήλιο της Δικαιοσύνης το νοητό και μέσα στο τόσο φως ξεχνάγαμε να σηκώσουμε τα μάτια μας, πιο σιωπηλά και πιο ταπεινά στο στερέωμα της νύχτας. Τότε, ίσως να ξεχωρίζαμε το πιο φωτεινό αστέρι του αστερισμού του Ταύρου, το νότιο μάτι του Ταύρου, τον Αλδεβαράν, δεκαπέντε φορές πιο μεγάλο από τον Ήλιο.
Και ίσως τότε, κατανοούσαμε και μιαν άλλη διάσταση των πραγμάτων. Αυτήν που κι ο ίδιος ο Σεφέρης κατανόησε εδώ. Αυτήν που προσπάθησε να εκφράσει με τη μελωδική του αναρθρία ο Λαπαθιώτης σε εκείνο το ποίημα που ακούγεται στην παλιά ομώνυμη ταινία του Ανδρέα Θωμόπουλου. Αυτήν που, τελικά, ο ίδιος ο Καββαδίας μας άφησε, καθώς χανόμαστε στην παλίρροια των καιρών, αναζητώντας το φευγαλέο χέρι των δικών μας ανθρώπων κι όχι τη φτιασιδωμένη μεγάλη αφήγηση:







1 σχόλιο: